Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ ΕΝ ΚΥΡΙΑΚῌ;

Αποτέλεσμα εικόνας για γονυκλινως προσευχεσθαι



       Εἴδομεν προηγουμένως ὅτι κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν (τῆς Πεντηκοστῆς) ἀναφέρομεν πρὸς τὸν Θεὸν τὰς προσευχάς μας γονυκλινεῖς. Ἐπιτρέπεται τοῦτο; Ἐπιτρέπεται δηλαδὴ ἡ γονυκλισία κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς (ἤτοι τοῦ χρονικοῦ διαστήματος τῶν 50 ἡμερῶν ἀπὸ τοῦ Πάσχα μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας); Ὡς πρὸς τὴν σημερινὴν τελετὴν τῆς γονυκλισίας δὲν πρέπει νὰ λησμονῶμεν ὅτι αὕτη γίνεται ἐν τῷ Ἑσπερινῷ, ἡ δὲ ἡμέρα ἐκκλησιαστικῶς τελειώνει πρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ (κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τῆς Θ΄ Ὥρας) καὶ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸν ἀρχίζει ἡ ἑπομένη ἡμέρα. Συνεπῶς ἡ σημερινὴ γονυκλισία ἀνήκει εἰς τὴν αὔριον ἡμέραν, ποὺ εἶνε Δευτέρα. Ἄλλο τὸ ζήτημα ἂν ὁ Ἑσπερινὸς κατ᾿ οἰκονομίαν γίνεται τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς καὶ ὄχι τὸ ἀπόγευμα. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν θέμα ὡς πρὸς τὴν σημερινὴν γονυκλισίαν.
 

       Γενικώτερον ὅμως πρέπει νὰ μὴ ἀφήσωμεν ἀναπάντητον τὴν ἐρώτησιν αὐτήν. 
       Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ συγκεκριμένως ὁ 20ος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ 90ος τῆς Ἕκτης, ὁ 15ος τοῦ ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ 91ος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπαγορεύουν νὰ προσευχώμεθα γονυκλινεῖς τόσον κατὰ τὰς Κυριακὰς ὅλου τοῦ ἔτους, ὅσον καὶ κατὰ τὸ διάστημα τῶν 50 ἡμερῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου. Διὰ ποῖον λόγον; Προσευχόμεθα ὄρθιοι καὶ ὄχι γονατιστοὶ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τὸν Κανόνα του, «ὄχι μόνον διότι συνανέστημεν μὲ τὸν Χριστὸν καὶ ὀφείλομεν νὰ ζητῶμεν τὰ οὐράνια καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ ὑπενθυμίζωμεν εἰς τοὺς ἑαυτούς μας, μὲ τὴν ὀρθίαν ἐν τῇ προσευχῇ στάσιν μας, τὴν χάριν (τῆς ἀνορθώσεως καὶ λυτρώσεώς μας) ποὺ μᾶς ἔδωσεν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἀναστάσιμον ἡμέραν τῆς Κυριακῆς (διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου), ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς φαίνεται κάπως ὅτι εἶνε εἰκὼν τοῦ ἐλπιζομένου αἰῶνος,... ὅτι παριστᾷ τὴν μετὰ τὸν παρόντα χρόνον κατάστασιν, τὴν ἀτελεύτητον ἐκείνην ἡμέραν (τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν), τὴν μὴ ἔχουσαν ἑσπέραν, τὴν μὴ ἔχουσαν διαδοχήν, τὸν ἀδιάκοπον καὶ διαρκῆ αἰῶνα... Καὶ ὁλόκληρος δὲ ἡ περίοδος τῆς Πεντηκοστῆς (τῶν 50 ἡμερῶν) εἶνε ἐνθύμησις τῆς ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι προσδοκωμένης ἀναστάσεως... Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν τὸ ὄρθιον σχῆμα τῆς προσευχῆς νὰ προτιμῶμεν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε μὲ τὴν φανερὰν καὶ ἔμπρακτον αὐτὴν ὑπόμνησιν νὰ μᾶς μεταφέρουν, τρόπον τινά, τὸν νοῦν ἀπὸ τὰ παρόντα εἰς τὰ μέλλοντα. Καθ᾿ ἑκάστην δε γονυκλισίαν καὶ ἔγερσιν (ποὺ κάμνομεν τὰς ἄλλας ἡμέρας) φανερώνομεν, μὲ τὸν πρακτικὸν αὐτὸν τρόπον, ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας κατεπέσαμεν εἰς τὴν γῆν καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δημιουργοῦ μας ἐκλήθημεν πάλιν νὰ ὑψωθῶμεν εἰς τὸν οὐρανόν».
       Παρόμοια γράφονται καὶ ἐν τῷ ἔργῳ «Ἀποκρίσεις πρὸς Ὀρθοδόξους» (Ἐρώτησις - Ἀπόκρισις ριε΄), τὸ ὁποῖον ἀποδίδεται εἰς τὸν ἅγιον Μάρτυρα Ἰουστῖνον:
       «Ἐρώτησις: Ἀφοῦ τὸ νὰ προσευχώμεθα γονυπετεῖς μᾶς δίδει περισσοτέραν παῤῥησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ περισσότερον ἑλκύῃ τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν παρὰ τὸ νὰ προσευχώμεθα ὄρθιοι, διατί οἱ προσευχόμενοι δὲν γονυπετοῦν κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ κατὰ τὴν χρονικὴν περίοδον ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς; Ἀπὸ ποῦ δὲ εἰσῆλθεν ἡ συνήθειαν αὐτὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν;
       Ἀπόκρισις: Ἐπειδὴ ἦτο ἀνάγκη καὶ τὰ δύο νὰ ἐνθυμώμεθα πάντοτε, δηλαδὴ καὶ τὴν πτῶσίν μας εἰς τὰς ἁμαρτίας καὶ τὴν Χάριν τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία μᾶς ἐσήκωσεν ἀπὸ τὴν πτῶσίν μας, διὰ τοῦτο ἡ γονυκλισία ποὺ κάμνομεν κατὰ τὰς ἓξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος εἶνε σύμβολον τῆς πτώσεώς μας εἰς τὰς ἁμαρτίας· τὸ δὲ νὰ μὴ γονυπετῶμεν κατὰ τὰς Κυριακὰς εἶνε σύμβολον τῆς Ἀναστάσεως, διὰ τῆς ὁποίας, μὲ τὴν Χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἠλευθερώθημεν καὶ ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον, τὸν νικηθέντα καὶ νεκρωθέντα. Ἡ συνήθεια δὲ αὐτὴ ἔχει τὴν ἀρχήν της εἰς τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, ὡς βεβαιοῖ ὁ μακάριος Εἰρηναῖος, ὁ Μάρτυς καὶ Ἐπίσκοπος Λουγδούνου εἰς τὸν λόγον του «περὶ τοῦ Πάσχα», εἰς τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς (ἔχει δηλαδὴ ἀναστάσιμον χαρακτῆρα), δὲν γονυπετοῦμεν διὰ τὴν αἰτίαν ποὺ προείπομεν ἀνωτέρω περὶ αὐτῆς (τῆς Κυριακῆς)».
       Ἐπίσης παρόμοια γράφει καὶ ἡ «Ὁμολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» τοῦ Μητροφάνους Κριτοπούλου (κεφ. κδ΄): 

       «Περὶ τοῦ νὰ μὴ κλίνωμεν γόνυ κατὰ τὴν Κυριακὴν καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς. Οὔτε αὐτὴν τὴν παράδοσιν δύναταί τις νὰ ἀρνηθῇ ὅτι δὲν εἶνε ἀρχαιοτάτη. Διότι ἡ ἁγία πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐξέδωσε περὶ αὐτῆς Κανόνα, ὁ ὁποῖος διατάσσει ὅπως δι᾿ ὀρθίας στάσεως ἀναφέρουν τὰς προσευχάς των πρὸς τὸν Θεὸν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τόσον κατὰ τὰς Κυριακὰς ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους ὅσον καὶ καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶπεν αὐτὰ ἡ Σύνοδος ὄχι ὡς νομοθετοῦσα διὰ πρώτην φορὰν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα - διότι ἡ συνήθεια αὕτη ἦτο ἀρχαιοτέρα τῆς Συνόδου -, ἀλλὰ διὰ νὰ τερματίσῃ διαφόρους ἀμφιβολίας ποὺ εἶχαν τότε ἐγερθῆ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ καὶ νὰ ὁδηγήσῃ εἰς ὁμόνοιαν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν. Ὁ δὲ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ἄριστα ἐξήγησε καὶ τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν προσευχόμεθα ὄρθιοι κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς. Εἶπε δηλαδὴ ὅτι ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐσήκωσε καὶ ἔστησεν ὀρθίαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ἡ ὁποία διὰ τῆς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων εἶχε πλέον πέσει κάτω. Εἰς ἀνάμνησιν λοιπὸν αὐτῆς τῆς ἀνορθώσεως ἀναπέμπομεν, κατὰ τὰς ἀναστασίμους ἡμέρας, ἐν ὀρθίᾳ στάσει τὰς εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας καὶ λοιπὰς προσευχάς μας πρὸς τὸν ἀνορθώσαντα τὴν φύσιν μας. Τὸ αὐτὸ πράττομεν καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδὴ ὅλη ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι συνέχεια τοῦ Πάσχα καὶ λέγεται ἀναστάσιμος. Αὐτὰς τὰς παραδόσεις ὅλας τηροῦμεν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἕως σήμερον καὶ θὰ τηρήσωμεν καὶ εἰς τὸ μέλλον μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ...»
 

       Ὡς βλέπει ὅμως ὁ μετὰ προσοχῆς μελετῶν τὰ σχετικὰ κείμενα, τὸ θέμα αὐτῶν εἶνε περὶ τῆς στάσεως κατὰ τὴν προσευχήν. Ἀπαγορεύουν δηλαδὴ οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ γονυκλινῶς προσεύχεσθαι, δὲν ἀπαγορεύουν ὅμως καὶ τὴν ἁπλῆν ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΝ. Οὕτως ὁ 20ος Κανὼν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει: «Ἐπειδὴ τινές εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καὶ ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑπὲρ τοῦ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ φυλάττεσθαι, ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ Συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ». Ἐκ τῆς τελευταίας φράσεως («ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ Συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ») γίνεται κατάδηλος ἡ ἔννοια τῆς προηγηθείσης φράσεως «γόνυ κλίνοντες»· ἔκλινον γόνυ ὄχι πρὸς ἁπλῆν προσκύνησιν, ἀλλὰ πρὸς «ἀπόδοσιν τῶν εὐχῶν τῷ Θεῷ», ἤτοι πρὸς προσευχήν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀπαγορεύει ἡ Σύνοδος καὶ ὁρίζει ὅπως ὄχι γονυκλινεῖς, ἀλλ᾿ ἐν ὀρθίᾳ στάσει («ἑστῶτες») ἀναφέρωμεν «τὰς εὐχὰς τῷ Θεῷ».
       Τὰ αὐτὰ διαλαμβάνει καὶ ὁ 90ος τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «... μετὰ τὴν ἐν τῷ Σαββάτῳ ἑσπερινὴν τῶν ἱερωμένων πρὸς τὸ Θυσιαστήριον εἴσοδον (σημ.: δηλαδὴ μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρόν...» τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου), κατὰ τὸ κρατοῦν ἔθος μηδένα γόνυ κλίνειν μέχρι τῆς ἐφεξῆς κατὰ τὴν Κυριακὴν ἑσπέρας. Καθ᾿ ἣν μετὰ τὴν ἐν τῷ λυχνικῷ εἴσοδον (σημ.: δηλαδὴ μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρόν...» τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς), αὖθις τὰ γόνατα κάμπτοντες, οὕτω τὰς εὐχὰς τῷ Κυρίῳ προσάγομεν». Ἡ τελευταία πάλιν φράσις («τὰ γόνατα κάμπτοντες, οὕτω τὰς εὐχὰς τῷ Κυρίῳ προσάγομεν») μαρτυρεῖ σαφῶς περὶ τοῦ νοήματος τῆς ἀπαγορεύσεως «μηδένα γόνυ κλίνειν»· νὰ μὴ κλίνῃ μηδεὶς γόνυ διὰ νὰ «προσάγῃ τὰς εὐχὰς τῷ Κυρίῳ», ἤτοι διὰ νὰ προσευχηθῇ, ὄχι ἁπλῶς διὰ νὰ προσκυνήσῃ.
       Καὶ ὁ 91ος Κανὼν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εὑρίσκεται ἐν ἀπολύτῳ συμφωνίᾳ πρὸς τοὺς ἀνωτέρω Κανόνας: «Καὶ ὀρθοὶ μὲν ποιοῦμεν τὰς εὐχὰς ἐν τῇ μιᾷ τοῦ Σαββάτου (δηλαδὴ τῇ Κυριακῇ)..., ἐν τῇ ἀναστασίμῳ ἡμέρᾳ τῆς δεδομένης ἡμῖν χάριτος, διὰ τῆς κατὰ τὴν προσευχὴν στάσεως, ἑαυτοὺς ὑπομιμνήσκομεν... Ἀναγκαίως οὖν τὰς ἐν αὐτῇ (τῇ Κυριακῇ) προσευχὰς ἑστῶτας ἀποπληροῦν τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἡ Ἐκκλησία παιδεύει... Καὶ πᾶσα δὲ ἡ Πεντηκοστή... ἐν ἧ τὸ ὄρθιον σχῆμα τῆς προσευχῆς προτιμᾶν οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἡμᾶς ἐξεπαίδευσαν...», κ.λπ., κ.λπ..
       Ὥστε ὁ λόγος περὶ προσευχῆς, ὄχι περὶ ἁπλῆς προσκυνήσεως. Ἀπαγορεύεται ἡ γονυκλινὴς στάσις κατὰ τὴν προσευχήν, δὲν ἀπαγορεύεται ὅμως ἡ προσκύνησις. Ἂν δηλαδὴ αἰφνιδίως ἐνεφανίζετο ἐνώπιόν μας ὁ Κύριος ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, εἶνε πλέον ἢ βέβαιον ὅτι δὲν θὰ ἐμένομεν ὄρθιοι· ἀντιθέτως θὰ ἐπίπτομεν, εἰς προσκύνησίν Του, πρηνεῖς πρὸ τῶν ποδῶν Του, χωρὶς οὐδαμῶς νὰ ἀσεβήσωμεν πρὸς τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας. Οὕτω πως καὶ ἄν, κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, ἀποφύγωμεν μὲν νὰ προσευχηθῶμεν γονυπετῶς, ἀρκεσθῶμεν δὲ εἰς προσκύνησιν (εἴτε διὰ βαθείας ὑποκλίσεως εἴτε διὰ προσπτώσεως) τῶν καθαγιασθέντων Τιμίων Δώρων, δὲν παραβαίνομεν τὰς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπάρχουν Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀναγινώσκουν ὄρθιοι τὴν Εὐχὴν τοῦ καθαγιασμοῦ καί, ἀφοῦ εὐλογήσουν τὰ Τίμια Δῶρα, πίπτουν εἰς τὰ γόνατα καὶ κλίνουν καὶ τὴν κεφαλὴν μέχρι τοῦ ἐδάφους διὰ νὰ προσκυνήσουν λατρευτικῶς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου· ἀκολούθως ἐγείρονται καὶ συνεχίζουν ὄρθιοι τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Εὐχῆς. Αὐτὸς ὁ τρόπος καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀθετεῖ καὶ μίαν βαθεῖαν ψυχικὴν ἀνάγκην ἱκανοποιεῖ· τὴν ἀνάγκην δηλαδὴ τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως τοῦ ἐνώπιόν μας ἤδη εὑρισκομένου, ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, Βασιλέως καὶ Σωτῆρός μας.
 

       Ὅτι δὲ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἀπαγορεύει ΚΑΙ τὴν προσκύνησιν, ἀλλὰ ΜΟΝΟΝ τὸ γονυκλινῶς προσεύχεσθαι, κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς, πείθει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι διὰ τῶν ὕμνων της μᾶς καλεῖ εἰς προσκύνησιν τοῦ Κυρίου μας. Οὕτω π.χ. κατὰ τὴν Μικρὰν Εἴσοδον ψάλλομεν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ...», (Προσπίπτω σημαίνει πίπτω εἰς τοὺς πόδας τινός, πίπτω κάτω, ἄρα κάμπτω τὰ γόνατα). Ἐπίσης εἰς τροπάρια ψαλλόμενα κατὰ τὰς Κυριακὰς λέγομεν: «...Σοὶ προσπίπτομεν τῷ Ἀναστάντι ἐκ τάφου...» (Κάθισμα τοῦ α΄ ἤχου), «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τὸν μόνον ἀναμάρτητον...» (Μετὰ τὸ ἑωθινὸν Εὐαγγέλιον), κ.λπ., κ.λπ.. Ἐπανειλημμένως δέ, κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, οἱ Ἱερεῖς «ποιοῦσι μετανοίας», ἤτοι προσκυνήματα, πρὸ τῆς ἁγίας Τραπέζης καὶ τῆς ἱερᾶς Προθέσεως.
 

       Θὰ εἴπῃ τις ἴσως ὅτι ἡ προσκύνησις δὲν σημαίνει πάντοτε τὴν πρόσπτωσιν· σημαίνει κάποτε καὶ τὴν βαθεῖαν ὑπόκλισιν τοῦ σώματος. Σύμφωνοι. Ἀλλὰ καὶ ἡ βαθεῖα ὑπόκλισις δὲν εἶνε ὀρθία στάσις! Εἶνε ἑπομένως καὶ ἐκ τούτου προφανὲς ὅτι ἡ ὀρθία στάσις, τὸ «ὄρθιον σχῆμα», τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ἀναφέρεται μόνον εἰς τὴν προσευχὴν καὶ ὄχι εἰς τὰς στιγμιαίας προσκυνήσεις.
       Ἂς μὴ λησμονῶμεν ἀκόμη ὅτι, κατὰ ῥητὴν ἐπιταγὴν τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ χειροτονούμενοι Κληρικοὶ γονυπετεῖς χειροτονοῦνται, ἔστω καὶ ἂν ἡ χειροτονία των γίνῃ κατ᾿ αὐτὴν ταύτην τὴν ἡμέραν τοῦ ἁγίου Πάσχα. Γονυπετοῦν ὅμως ὄχι διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν ἀθάνατον Βασιλέα, τὸν Παράκλητον, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Ὁποῖον θὰ τοὺς ἐπισκιάσῃ καὶ θὰ ἀποθέσῃ εἰς τὴν πηλίνην ὕπαρξίν των τὸ οὐράνιον χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης.
       Τέλος δὲ καὶ ὁ 19ος Κανὼν τοῦ ἁγίου Νικηφόρου λέγει: «Χρὴ χάριν ἀσπασμοῦ γόνυ κλίνειν ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ Πεντηκοστῇ, οὐ μὴν τὰς ἐξ ἔθους γονυκλισίας ποιεῖν». Δηλαδή: Πρέπει χάριν χαιρετισμοῦ (καὶ ἡ προσκύνησις εἶνε εἶδος χαιρετισμοῦ· χαιρετισμοῦ πρὸς ἀνωτέρους) νὰ κλίνωμεν γόνυ κατὰ τὴν Κυριακὴν καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς, δὲν πρέπει ὅμως νὰ κάμνωμεν τὰς συνήθεις γονυκλισίας. Ἑρμηνεύων δὲ τὸν ἀνωτέρω Κανόνα ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει: «Αἱ μὲν συνήθεις γονυκλισίαι εἶνε ἐκεῖναι ὅπου γίνονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν τεσσαρακοστήν, αἱ ὁποῖαι εἶνε ἐμποδισμέναι νὰ μὴ γίνωνται ἐν Κυριακῇ, ὡς δηλωτικαὶ τῆς εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θάνατον πτώσεως. Αἱ δὲ χάριν ἀσπασμοῦ γινόμεναι, ὁποῖαι εἶνε ἐκεῖναι αἱ μετάνοιαι ὅπου βάλλουν οἱ ἀναγνῶσται εἰς τοὺς χοροὺς ἢ οἱ ἱερεῖς εἰς τὸν ἡγούμενον καὶ ἀρχιερέα φιλοῦντες τὰς χεῖρας αὐτῶν, αὗται, ὡς μὴ δηλωτικαὶ οὖσαι τοιούτου μυστηρίου, γίνονται καὶ ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν τῇ Πεντηκοστῇ».
 

       Ὥστε: Ἀπαγορεύεται μὲν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ νὰ προσευχώμεθα γονυκλινεῖς κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς ἢ νὰ κάμνωμεν τὰς συνήθεις γονυκλισίας (μετανοίας), ὄχι ὅμως καὶ τὸ νὰ κλίνωμεν βαθέως τὸ σῶμα ἢ καὶ νὰ πίπτωμεν ἐπὶ τῶν γονάτων (ἢ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους) διὰ προσκύνησιν. Ἐπαναλαμβάνω: διὰ προσκύνησιν, ὄχι διὰ προσευχήν, ὄχι δι᾿ ἀπαγγελίαν Εὐχῶν κ.τ.τ.. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης γράφει ὀρθότατα: «Σημείωσε δὲ ὅτι ὁ παρὼν Κανὼν (20ος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τὴν γονυκλισίαν ἐν Κυριακῇ), δὲν λέγει διὰ τὰς γονυκλισίας, τὰς παρ᾿ ἡμῶν κοινότερον ὀνομαζομένας μεγάλας μετανοίας, αἵτινες καὶ προσπτώσεις κυρίως ὀνομάζονται,... ἀλλὰ διὰ τὴν γονυκλισίαν, καθ᾿ ἣν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατα κείμενοι προσευχόμεθα, ὅ,τι λογῆς δηλαδὴ κάμνομεν κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς». 
(Πηδάλιον, ἔκδοσις β΄, Ἐν Ἀθήναις 1841, σελ. 84-84).
 

       Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς γονυκλισίας κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν πρέπει νὰ γονατίζωμεν διὰ νὰ προσευχώμεθα, δυνάμεθα ὅμως (δὲν λέγω ὀφείλομεν) νὰ γονατίσωμεν ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ προσκυνήσωμεν λατρευτικῶς μὲν τὰ Τίμια Δῶρα, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, τιμητικῶς δὲ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τὰς ἱερὰς Εἰκόνας, κ.λπ..




Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου
Περίοδος Πεντηκοσταρίου, Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ἔτος 2
Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος
Ἔκδοσις Ϛ΄, Ἀθῆναι 2003
(Δεκέμβριος 1972)
Σελίδες 88-98

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου