Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Τὸ Ξεσκέπασμα τοῦ Ταλμούδ (Μέρος 3ον)

Ἀφαίμαξις παιδιοῦ!


                                                                           








         
            Ἂν καὶ τὸ ἄνωθεν χειρόγραφον δὲν εἶνε πλῆρες, εἶνε ὅμως ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟΤΑΤΟΝ

        (Πηγή: YERMAC: Τὸ Τέρμα)


Ένα δημώδες άσμα αποδιδόμενο στο Γεώργιο Τερτσέτη για τα γεγονότα του 1712 στη Ζάκυνθο:

Εις την γέμισιν Σελήνης / Φάσκα κάνουν νομικόν Οι Εβραίοι και πληρούσι / Νόμον τον Μωσαϊκόν. Τα λειψά τους ετοιμάσαν / Να τα φάσι με τ’ αρνί, Γιατί ελευθερωθήκαν / Εν Μαρτίω τω μηνί, Απ’ του Φαραώ τα χέρια / Και δεν είχαν σκλαβωθή. Άχ! και ας είχασι πνιγούσι / Και απ’ τον κόσμον να χαθούν! Δεν τους φθάνει ’πού εσταυρώσαν / Τον σωτήρα Ιησούν, Ως αχάριστοι Εβραίοι / Τους Χριστιανούς μισούν. Τους προστάζει ο θείος Νόμος / Τον πλησίον ν’ αγαπούν, Άνθρωπον να μη φονεύσουν / Εάν θέλουν να σωθούν, Επαρέβηκαν τους νόμους, / Τούτο λέσι φανερά, Ένα βρέφος απεκτείναν / Ωϊμένα τα μιαρά! Την ημέραν των Βαΐων / Χάνει η μάνα το παιδί, Κλαίει η κατακαϋμένη / Και την κεφαλήν μαδεί. Και γυρεύοντας το τέκνο / Πού της ήθελε χαθή, Με την σάλπιγγα ελάλει / Μήπως κ’ ήθελε ’υρεθή. ’Μέρες έξη είν’ κρυμμένο / Και οι Εβραίοι το χαλούν, Έπειτα αυτοί το ερρίψαν / Εις τα βάθη του ’γιαλού. Την εβδόμην την ημέραν / Εφανίστηκε νεκρό Εις το χείλος της θαλάσσης / Με τον θάνατον πικρό. Φέρνοντάς το της μητρός του / Να το θάψη η πτωχή, Δίνουν λόγον τ’ς αφεντίας / Η αλήθεια να φανή. Λέγουσι πως δεν επνίγη, / Ο λαός αυτήν πονεί^ Να χαλάσουν τους Εβραίους / Όλοι κράζουν μια φωνή, Πώς αυτοί το ’θανατώσαν^ / Τα σημάδια θεωρούν Εις την κεφαλήν και χείρας / Το τι άλλο καρτερούν; Ήλθεν η οδγόη ημέρα / Υπηρέτης φθάνει εκεί, Με τον Ιατρόν ομάδι / Μα δεν ’ξεύρει η Ιατρική^ Βγάνει γνώμη πώς επνίγη / Ως ανάγνωστο παιδί. Εις τον Φόρον το εφέραν / Ο λαός για να το ιδή. Και προστάζει να το θάψουν / ’Στον ναόν της ’πισκοπής Όχου μάνα πικραμένη / Τι ημπορεί άλλο να ειπή; Ο Χριστός τούτο μας λέγει / Το κρυπτό μετά καιρόν Θέλει γένει εις τον Κόσμον / Κ’ είστε όλους φανερόν. Την ημέραν την εννάτην / Κάνουν σύγχυσιν πολλοί^ Ο λαός όλος φωνάζει / Και η χώρα αντιλαλεί. Προβλεπτής είχέ το μάθει / Την αλήθειαν θε θα ιδή^ Τους ιατρούς κράζει ν’ ελθούσι / Εις την ανακομιδήν. Τέσσαρες γιατροί εδράμαν / Έμπειροι εις την γιατρική Βίντερ, Χιώνης και Σιγούρος / Και ο Παλλαδάς εκεί. Το παιδί πλύνουν με ’ξύδι / Για να ιδούν αν εγδαρθή Και τον Ιατρόν τον πρώτον / Κράζουν τον ν’ είχ’ ερθή, Του εδείξαν τα σημάδια / Κ’ εις αυτό φιλονεικούν, Και οι τέσσαροι υπογράψαν / Και την γνώμην του νικούν. Πώς ’μπορεί ενός πνιγμένου / Εις τα χέρια να ’ν’ πληγαίς; Οφθαλμοφανώς ταις βλέπεις / Πώς δακρύζουν ως πηγαίς. Σήμερον παρακαλώ σας / Τον Θεόν πού αγαπά Πού θα μάθη την αλήθεια, / Πάμε εις τον Πρωτοπαπά, Να του ειπή τι εσυνέβη / Δεν σου κρίβει αληθινά^ Τα ’δε ο ευλογημένος / Πάντα δάκρυα του κινά, Πού τον είχεν αξιώσει / Ο Θεός τούτο να ιδή, Εις ανάμνησιν Χριστού μας / Μάρτυρα μικρό παιδί. Αγροικάτε μέγα θαύμα / Πριχού ενταφιαστή Το ευλογημένον βρέφος / Τότε είχε φανιστή Πάντη ανοικτάς τας χείρας / Για να δείξη φανερά Σ’ ουρανούς πώς θα πετάξη / Σ’ την παντονινήν χαρά, Οπού ψάλλουν οι Αγγέλοι / Εις τον θρόνον του Θεού Την ζωοποιόν Τριάδα / Συν τη δόξη του Υιού. ’Στους χιλίους επτακοσίους / Δώδεκα είχε γενή Απριλίου είκοσι δύο / Εις ετούτο το νησί Νέα Τρίτη εσυναχθήκαν / Ώραις έξη της ’μερός Έδραμον να καταφάσι / Τους Εβραίους ο λαός^ Σπούν ταις πόρταις, μέσα μπένουν / Εις ταις τρεις Συναγωγαίς, Ετρομάξαν οι Εβραίοι / Κ’ έχασαν ταις προσευχαίς. Τα βιβλία εξεσχίσαν / Και την Παλαιάν αρπούν Έπειτα ως λύκοι εδράμαν / Με τσεκούρια πόρτες σπουν, Ερημόνουν και συνάγουν / Και τον πλούτον αγαπούν, Αλλά οι πρώτοι επικραθήκαν / Μα τι θέλεις πλειό να ειπούν Πού το κάνουν διά την πίστιν; / Εθανάτωναν πολλούς, Ωσάν έκαμε ο Ηλίας / Εις εκείνους τους καιρούς. Δεν ’μπορώ να αναμφιβάλλω / Την αιχμαλωσίαν Σιών, Γιατί τούτη υπερβαίνει. /Ας δοξάσουν τον Θεόν, Όπου εμπήκασιν εις τα πλοία / Και ας κλάψωσιν εκεί, Και τα όργανα ας κρεμάσουν / Σαν το ’κάμαν οι παλαιοί. Ω αχάριστοι Εβραίοι / Φύσιμα του Σατανά, Δεν σας το επροφητέψαν / Οι Προφήται αληθινά; Μη θαυμάζετε εις τούτο / Γιατί πάντα σας εσείς Είστε καταφρονεμένοι / Πού σας το ’πε ο Μωυσής, Πώς θα ν’ έλθη ο Μεσσίας / Να πιστέψετε ’ς αυτόν, Ήλθε! πλειά τι καρτερείτε / Τον Σωτήρα μας Χριστόν; Ω αχάριστοι Εβραίοι / Σας τυφλώνει η ηδονή, Γι’ αυτό σας αιχμαλωτίσαν / Οι πιστοί Χριστιανοί. Γιατί δεν μετανοείτε; / Έρχεταί σας ο καιρός^ Μετά θάνατον θα πάτε / Εις την φλόγα του πυρός Σ
᾿  όσους πάλιν βαπτισθώσι / Και πιστέψουν τον Υιόν Με καρδίαν ν’ ασπασθώσι / Τρισυπόστατον Θεόν, Λέγει σήμερον: ας ελθώσι / ’Σ βασιλείαν την εμήν Να δοξάζουν τ’ όνομά μου / Πάντα εις αιώνα. Αμήν.