Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Ὑπάρχουν ἐξωγήινοι εἰς τό διάστημα;

     


     Πολλοὶ διερωτῶνται:  Ἂν διαπιστωθῇ ὕπαρξις λογικῶν ὄντων καὶ εἰς ἄλλους πλανήτας, δὲν θὰ ὑποστῇ κλονισμὸν ἡ Χριστιανικὴ Πίστις;

     Ἀλλ᾿ ἡ Χριστιανικὴ Πίστις δὲν εἶνε ἀνθρωπίνη ἀνακάλυψις· εἶνε θεϊκὴ ἀποκάλυψις καὶ ὡς τοιαύτη εἶνε ἡ ΑΛΗΘΕΙΑ καὶ εἰς τὴν Γῆν καὶ εἰς τὸν Οὐρανόν. Ποία λοιπὸν ἀνακάλυψις, ποία ἐφεύρεσις, ποῖον ἐπίτευγμα εἶνε δυνατὸν νὰ βλάψῃ τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως Ἀλήθειαν;  Ἂν ὑπάρχωσι λογικὰ ὄντα εἰς ἄλλους πλανήτας (ὑποθετικῶς βεβαίως ὁμιλοῦμεν, διότι οὐδεμίαν ἐπιστημονικὴν ἔνδειξιν περὶ τούτου ἔχομεν), τότε ἓν ἐκ τῶν τριῶν θὰ συμβαίνῃ:

     α΄) Οἱ "ἄνθρωποι" ἐκεῖνοι θὰ ζῶσιν εἰς προπτωτικὴν κατάστασιν. Δηλαδὴ θὰ ζῶσιν ὡς ἔζων ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἐν τῷ Παραδείσῳ πρὸ τῆς παρακοῆς.
     β΄) Οἱ "ἄνθρωποι" ἐκεῖνοι θὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν αὐτὴν καὶ ἡμεῖς κατάστασιν, ὁ δὲ Θεὸς θὰ ᾠκονόμησεν ὡς Αὐτὸς οἶδε τὴν σωτηρίαν αὐτῶν.
     γ΄) Ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου ἐπὶ Γῆς θὰ ἰσχύῃ καὶ δι᾿ αὐτούς.

     Τίς οἶδεν ἂν ἡ μετάβασις ἡμῶν εἰς ἄλλους κόσμους δὲν ἐξυπηρετῇ τὰ πάνσοφα Σχέδια τῆς Θείας Προνοίας; Μετέβημεν εἰς ἄλλας ἠπείρους, ὡς ἡ Ἀμερική, καὶ ἐκηρύξαμεν ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιον. Τί διαφέρει ἂν τὸ αὐτὸ συμβῇ καὶ εἰς ἀνθρώπους, οὐχὶ ἄλλων ἠπείρων, ἀλλ᾿ ἄλλων πλανητῶν;  Ὑποθέσεις βεβαίως, πάντα ταῦτα, ἀλλ᾿ εἴπομεν ὅτι ὑποθετικῶς ὁμιλοῦμεν.

     Ἐὰν πάντως ἀπεδεικνύετο ἡ ὕπαρξις λογικῶν ὄντων εἰς ἄλλους κόσμους, τότε ἡ φράσις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου περὶ "τινὸς κτίσεως ἑτέρας" (Ῥωμαίους Η΄ 39) *, ἡ μέχρι σήμερον θεωρουμένη ὡς ἁπλὴ ὑπόθεσις, θὰ ἐλάμβανεν ἐνάργειαν προφητικοῦ λόγου.  


* Ὑποσημείωσις ἱστολογίου:  
   Ὑπάρχει καὶ ἕτερον Ἁγιογραφικὸν χωρίον, τὸ ὁποῖον μπορεῖ νὰ ἐκληφθῇ ὡς προφητικὸς λόγος περὶ τῶν ἐξωγηίνων, ἐὰν ποτὲ ἀνακαλυφθοῦν:
«Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης.» 
(κατὰ Ἰωάννην Ι΄ 16)


Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου Ἀρχιμανδρίτου
Ἄρθρα - Μελέται - Ἐπιστολαί, τόμος Α΄
Ἔκδοσις Β΄, ἐν Ἀθήναις 1986
σελὶς 299

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ Ἀξιοπιστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς


  


Εἰς τὴν ἐπιστήμην τῆς ἀρχαιολογίας, ὑπάρχει μία ἐπιστημονικὴ ἐξέτασις ποὺ δείχνει τὸν βαθμὸν ἀξιοπιστίας μίας ἱστορικῆς πηγῆς. Ὀνομάζεται "βιβλιογραφικὸς ἔλεγχος". Συμφώνως μὲ αὐτό, ἐξετάζονται δύο πράγματα:

   1ον) Ὁ ἀριθμὸς τῶν χειρογράφων κωδίκων ποὺ ἔχουν σωθῆ (ὅσον περισσότεροι καὶ ἀπὸ διαφορετικὰ μέρη εἶνε, τόσον πιὸ δύσκολον εἶνε νὰ ἔχουν ἀλλοιωθῆ) καὶ 


   2ον) Ἡ ἀρχαιότης τῶν σωζομένων χειρογράφων κωδίκων (ὅσον πλησιέστερον τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐγράφησαν εἶνε, τόσον πιὸ ἀπίθανον εἶνε νὰ ἠλλοιώθησαν ἐκ τῆς ἀντιγραφῆς).



      1ον) Ὁ ἀριθμὸς τῶν χειρογράφων κωδίκων:

          -- Ἁγία Γραφή: 2,500 κώδικες (περιέχουν ὁλόκληρον τὴν Ἁγίαν Γραφήν, Παλαιὰν καὶ  Καινὴν Διαθήκην), ἐνῷ 25,000 κώδικες, περιέχουν μεγάλα κομμάτια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κυρίως ἀπὸ τὴν Καινὴν Διαθήκην.

          -- Ἀντίγραφα ἄλλων συγγραμμάτων:

                 Ὁμήρου (Ἰλιάς): 643
                 Ὀρατίου: 500
                 Πλινίου: 200
                 Σοφοκλέους: 100
                 Αἰσχύλου: 50
                 Ἰουλίου Καίσαρος (Γαλατικοὶ Πόλεμοι): 10
                 Θουκιδίδου Ἱστορία: 8
                 Ἀριστοτέλους (Ποιητική): 5


      2ον) Ἡ ἀρχαιότης τῶν χειρογράφων κωδίκων:

          -- Ἁγία Γραφή: 
                 Τὸ πρωτότυπον ἐγράφη τὸ 40-98 μ.Χ. (ἀναλόγως τοῦ βιβλίου), ἐνῷ οἱ ἀρχαιότεροι σωζόμενοι κώδικες (οἱ κυριώτεροι ἐκ τῶν ὁποίων εἶνε ὁ Σιναϊτικός, ὁ Ἀλεξανδρινὸς καὶ ὁ Βατικανός) τὸ 125 μ.Χ. Δηλαδὴ 90 ἔτη περίπου ἀργότερον.

          -- Ὁμήρου Ἰλιάς:
                 Τὸ πρωτότυπον ἐγράφη τὸ 750 π.Χ. περίπου, ἐνῷ οἱ ἀρχαιότεροι σωζόμενοι κώδικες τὸ 400 π.Χ. (ἀλλοῦ ηὗρα ὅτι οἱ ἀρχαιότεροι εἶνε μετὰ τὸ 1200 μ.Χ.). Δηλαδὴ 350 ἔτη ἀργότερον (ἢ 1950 ἔτη ἀργότερον, κατ᾿ ἄλλους!).

          -- Ἰουλίου Καίσαρος Γαλατικὸς Πόλεμος:
                 Τὸ πρωτότυπον ἐγράφη τὸ 50 μ.Χ., ἐνῷ οἱ ἀρχαιότεροι σωζόμενοι κώδικες μετὰ τὸ 1000 μ.Χ. Δηλαδὴ 950 ἔτη ἀργότερον.

          -- Θουκιδίδου Ἱστορία:
                 Περιέχει τὴν ἐξιστόρησιν τῶν γεγονότων τῆς περιόδου 460 - 400 π.Χ. Δὲν σώζεται τὸ πρωτότυπον. Οἱ ἀρχαιότεροι σωζόμενοι κώδικες εἶνε μετὰ τὸ 900 μ.Χ. Δηλαδὴ 1300 ἔτη ἀργότερον.

          -- Ἀριστοτέλους Ποιητική:
                 Ἐγράφη τὸ 343 π.Χ. Ὁ ἀρχαιότερος σωζόμενος κώδιξ εἶνε τοῦ 1100 μ.Χ. Δηλαδὴ 1400 ἔτη ἀργότερον.


      Βάσει λοιπόν, τῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἀρχαιολόγοι, διὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν συγγραμμάτων ποὺ εὑρίσκουν, ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶνε τὸ ἀξιοπιστότερον βιβλίον ὅλων τῶν ὑπολοίπων καὶ μάλιστα μὲ διαφοράν!


       Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴν ἀξιοπιστίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς θὰ ἔπρεπεν, ἂν ἦσαν συνεπεῖς, νὰ ἀμφισβητοῦν πολὺ περισσότερον τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου, τὴν Ἱστορίαν τοῦ Θουκιδίδου καὶ τὰ ὑπόλοιπα!





Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΕ ΕΓΚΥΡΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ




ΒΛΑΣΦΗΜΟΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΑΙ

     Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἀναγνωρίσωμεν ἔγκυρα Μυστήρια εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, ἐφ᾿ ὅσον οὗτοι, πρῶτον μὲν ἀπεσχίσθησαν τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετὰ τῆς ὁποίας κοινωνοῦν ἅπασαι αἱ ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ὀρθόδοξοι Τοπικαὶ Ἐκκλησίαι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ αἱ τὸ Παλαιὸν Ἡμερολόγιον τηροῦσαι, δεύτερον δέ, ἔχουν Κληρικοὺς ἢ καθῃρημένους ὑπὸ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας ἢ χειροτονηθέντας ὑπὸ καθῃρημένων; Πῶς θὰ ἦτο νοητὸν νὰ ἀνήκῃ τις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ ταὐτοχρόνως νὰ θεωρῇ ὡς ἀκύρους καὶ ἀνυποστάτους τὰς ὑπ᾿ αὐτῆς ἐπιβαλλομένας καθαιρέσεις Κληρικῶν, ἀποκηρυσσόντων αὐτὴν καὶ ἱδρυόντων ἄλλας " Ἐκκλησίας" ἢ προσχωρούντων εἰς αὐτάς; Τοῦτο θὰ ἦτο δεινὴ ἀντινομία, θὰ ἔπληττε δὲ καιρίως καὶ τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.

     Εἶνε μάλιστα ἀπορίας ἄξιον πῶς οἱ Παλαιοημερολογῖται ἐξοργίζονται, ὅταν ἀκούουν ὅτι δὲν ἔχουν ἔγκυρα Μυστήρια (ἐν ὅσῳ μένουν ἀπεσχισμένοι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν), ἀφοῦ αὐτοὶ συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως καὶ γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ κηρύττουν ὡς ἐστερημένην Χάριτος καὶ Μυστηρίων μίαν ὁλόκληρον Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Ἑλλαδικήν, μετὰ τῆς ὁποίας, ὡς ἐλέχθη, κοινωνοῦν ἅπασαι αἱ ἄλλαι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι! 
     Οἱ Παλαιοημερολογῖται τῆς Ἑλλάδος ἔφθασαν εἰς τρομερὰς βλασφημίας· κυριολεκτικῶς ἐβλασφήμησαν εἰς Αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δι᾿ ὅσων κατὰ καιροὺς (καὶ μέχρι σήμερον) εἶπον ἢ ἔγραψαν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Θὰ ἠδυνάμην νὰ ἀναγράψω πλῆθος περιπτώσεων, ἀρκοῦμαι ὅμως εἰς μίαν, τὴν πλέον χαρακτηριστικήν, τὴν πλέον φρικαλέαν:

     Κατὰ Σεπτέμβριον τοῦ ἔτους 1971, τριμελὴς Ἐπιτροπὴ μιᾶς ἐκ τῶν ἐν Ἑλλάδι Παλαιοημερολογιτικῶν " Ἐκκλησιῶν" μετέβη εἰς Ἀμερικὴν "κατόπιν ἁρμοδίας προσκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ῥωσικῆς Ἐθνικιστικῆς Ἐκκλησίας τῆς διασπορᾶς ἐν Ἀμερικῇ καὶ συνωμίλησε μετὰ τοῦ Προέδρου καὶ τῶν μελῶν τῆς ἀνωτέρω Ἱερᾶς Συνόδου ἐφ᾿ ὅλων τῶν ζητημάτων, τῶν ἀφορώντων τὸν ἱερὸν ὑπὲρ τῆς ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδοξίας Ἀγῶνα". Ἡ ἐπιτροπὴ αὕτη, ἀποτελουμένη ἐκ δύο Παλαιοημερολογιτῶν Μητροπολιτῶν καὶ ἑνὸς      Παλαιοημερολογίτου Πρωθιερέως, συνέταξεν " Ἔκθεσιν", ἡ ὁποία καὶ ἀνεγνώσθη, ἐν ἀγγλικῇ μεταφράσει, ἐνώπιον τῆς ῥηθείσης Συνόδου κατὰ τὴν συνεδρίαν αὐτῆς τῆς 15/28 τοῦ αὐτοῦ μηνός.

     Ἡ ἀνεκδιήγητος αὕτη " Ἔκθεσις", ἀφοῦ ἐχαρακτήριζεν ὡς "σφαγιασμόν", ὡς " ἔγκλημα", ὡς "ἀνοσιούργημα", ὡς "βεβήλωσιν", ὡς "Θεοκατάρατον πρᾶξιν" τὴν μεταβολὴν τοῦ Ἡμερολογίου (σημειωτέον ὅτι πάντα ταῦτα ἔπιπτον καὶ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν ἀκούοντων, διότι, ὡς γνωστόν, ἡ Σύνοδος τῶν Ῥώσων τῆς διασπορᾶς εἶχε μακροτάτην καὶ ἁρμονικωτάτην κοινωνίαν, μέχρι καὶ συλλειτουργιῶν, μετὰ Νεοημερολογιτῶν), ἔλεγε καὶ τὰ ἑξῆς ἀκόμη: " Ἀπὸ τοῦ χρόνου ἐκείνου (τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἡμερολογίου) ἡ Ἐκκλησία κατέστη καθαρῶς, ἀπροσχηματίστως καὶ ἀναφανδὸν Σχισματικὴ καὶ τὰ Μυστήριά της, τούτου ἕνεκεν, στεροῦνται τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ Κύριος ἀντανεῖλεν ἀπ᾿ Αὐτῆς τὸ Πνεῦμα Αὐτοῦ τὸ Ἅγιον, τὴν κατέστησε γυμνήν, τῆς ἀφήρεσε τὴν πνοὴν αὐτοῦ καὶ τὴν παρέδωκεν, ἐστερημένην τῆς Θεοδότου Δυνάμεως, εἰς τὴν αἰωνίαν κατάραν, εἰς τὴν ἀπώλειαν, εἰς τὴν κόλασιν, εἰς τὴν λίμνην τὴν καιομένην, εἰς τὸ φοβερὸν καὶ τρομερὸν Κριτήριον τοῦ Μαρὰν - Ἀθᾶ"!!! (Περιοδικὸν "Κήρυξ Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων", φύλλον Ὀκτωβρίου 1971, σελ. 5. Βλ. καὶ φύλλον Νοεμβρίου, σελ. 3).

     Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι ἡ " Ἔκθεσις" αὕτη "ἑνεποίησε βαθεῖαν ἰσχυρὰν αἴσθησιν καὶ ἐντύπωσιν εἰς τὴν Ἱερὰν ταύτην Σύνοδον καὶ ἐγένετο ὑπ᾿ αὐτῆς ὁμοφώνως ἀποδεκτή"! (Βλ. τὴν ὡς ἄνω δευτέραν παραπομπήν).

   Τοῦτο βεβαίως φαίνεται ἀπίστευτον. Ἀλλ᾿ ἂν ὄντως ὁ Πρόεδρος τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου Μητροπολίτης Φιλάρετος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἀρχιερεῖς ὄχι ἀπεδέχθησαν τὰς ὡς ἄνω θέσεις, ἀλλ᾿ ἁπλῶς καὶ μόνον ἤκουσαν ἀδιαμαρτυρήτως καὶ ἄνευ διαῤῥήξεως τῶν ἑαυτῶν ἱματίων ταύτας, εἶνε ἀντάξιοι τῶν συντακτῶν τῆς " Ἐκθέσεως"... 


Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Ἰ. Θεοδωρόπουλος,
"Τὰ Δύο Ἄκρα - Οἰκουμενισμὸς & Ζηλωτισμός",
Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος,
Ἔκδοσις Γ΄ , 2008, σ. 237-239,
"ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ", φύλλον 16.5.1980

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Ἐπιτρέπεται ἡ συναναστροφή ἡμῶν μετά τῶν αἱρετικῶν;

   


   Τὸ χωρίον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ("εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε", Ἐπιστολὴ Β΄ στίχος 10), παρερμηνεύεται! Παρερμηνεύεται δ᾿ ὑπὸ πολλῶν, διὸ καὶ πρέπει νὰ γένηται ἐκτενὴς λόγος περὶ αὐτοῦ. Ὁ  Ἀπόστολος Ἰωάννης δὲν ἐννοεῖ ἐν τῷ ἐδαφίῳ τούτῳ πᾶσαν σχέσιν, ἀλλὰ μόνον τὴν σχέσιν διδασκαλίας - μαθητείας. "Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς, καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει", λέγει. Δηλαδή, εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς ὡς διδάσκαλος· εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς, ἔχων ὡς σκοπὸν νὰ κηρύξῃ εἰς ὑμᾶς. Αὐτὸς ὁ διδάσκαλος, ἂν μὲν φέρῃ "ταύτην τὴν διδαχὴν" (ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἦλθεν ἐν σαρκί), γενέσθω δεκτὸς ὑφ᾿ ὑμῶν καὶ διδαξάτω ὑμᾶς· ἂν δὲ φέρῃ ἄλλην διδαχήν, ἀποκρουσθήτω παντελῶς. Οὐ μόνον μὴ δέχησθε αυτὸν ἵνα διδάξῃ ὑμᾶς, ἀλλὰ μηδὲ εἰς τὸν οἶκον ὑμῶν εἰσαγάγητε αὐτόν, μηδ᾿ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ ἀξιώσητε αὐτόν. Μεγάλη προσοχή, ἵνα μὴ κλονισθῆτε ὑπὸ αἱρετικῶν διδασκάλων. Φυλάξατε ἑαυτοὺς πάσῃ δυνάμει ἀπὸ τοῦ κινδύνου νὰ ἀποβῆτε μαθηταὶ κακοδόξων κηρύκων. Φράξατε τὰ ὦτα εἰς πᾶσαν ἑτεροδιδασκαλίαν. Ἔτι πλέον: Μὴ ἐνισχύετε, διὰ τῆς παροχῆς φιλοξενίας, τὸ διαβρωτικὸν ἔργον τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Μὴ παρέχετε εἰς αὐτοὺς εὐκολίας, ὥστε νὰ διεξάγωσι μετ᾿ ἀνέσεως καὶ ἀποτελεσματικότητος τὰς περιοδείας αὐτῶν πρὸς διάδοσιν τῆς αἱρέσεως. Στήσατε ὁδοφράγματα εἰς τὴν καταστρεπτικὴν πορείαν αὐτῶν. Ἀγνοήσατε, ἀποστράφητε, ἀπομονώσατε, ἀχρηστεύσατε τοὺς διδασκάλους τῆς πλάνης.

   Αὐτό, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰωάννου. Παρόμοια ἀκριβῶς γράφει καὶ ἡ "Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων" (ΙΑ΄, 1-2), βιβλίον ἀρχαιότατον: " Ὃς ἂν οὖν ἐλθὼν διδάξῃ ὑμᾶς ταῦτα πάντα τὰ προειρημένα, δέξασθε αὐτόν· ἐὰν δὲ αὐτὸς ὁ διδάσκων στραφεὶς διδάσκῃ ἄλλην διδαχὴν εἰς τὸ καταλῦσαι, μὴ αὐτοῦ ἀκούσητε". Οὐδέποτε διενοήθη ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης νὰ ζητήσῃ παρὰ τῶν πιστῶν, ὅπως ἐνεργῶσιν ... ἀνάκρισιν πρὸς πάντα κρούοντα τὴν θύραν αὐτῶν δι᾿ οἱονδήποτε λόγον καὶ δι᾿ οἱανδήποτε χρείαν.

   Φαντασθῶμεν μίαν τοιαύτην σκηνὴν τὴν ἐποχὴν ἐκείνην:
- Τί θέλεις, ἄνθρωπε; Τί ζητεῖς, κρούων τὴν θύραν μου;
- Ἐλεημοσύνην! Πεινῶ πολὺ καὶ τρέμω ἐκ τοῦ ψύχους.
- Πρὶν ἢ ἀνοίξω τὴν θύραν τῆς οἰκίας μου καὶ σὲ εἰσαγάγω ἐντὸς αὐτῆς, πρέπει νά σοι ὑποβάλω μίαν ἐρώτησιν: Πιστεύεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἐν σαρκί;  Ἂν πιστεύῃς τοῦτο, θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ θὰ φάγῃς· ἂν ὄχι, δὲν θὰ εἰσέλθῃς, ἀλλὰ θὰ μείνῃς ἔξω, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, παρὰ τὸ δριμὺ ψῦχος, μέχρις οὗ ἐγὼ ἑτοιμάσω σοι γεῦμα καὶ εὕρω ἕν ἔνδυμα, τὰ ὁποῖα καὶ θά σοι προσκομίσω ἐνταῦθα, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ...  
Ἢ ἂς φαντασθῶμεν ἄλλην σκηνήν, σύγχρονον: Ἔπαθε βλάβην ὁ σωλὴν τῆς ὑδρεύσεως καὶ τὰ ὕδατα ῥέουσιν ἀκατασχέτως ἐν τῇ οἰκίᾳ ἡμῶν. Ἀνοίγομεν τὸν "Χρυσὸν Ὁδηγὸν" τοῦ Ο.Τ.Ε. καὶ τηλεφωνοῦμεν ἐσπευσμένως εἰς ὑδραυλικόν. Καταφθάνει καὶ κρούει τὴν θύραν. Ὁπότε ἀρχίζομεν τήν ... ἀνάκρισιν:
- Πρὶν ἢ σὲ χαιρετίσω καὶ πρὶν σὲ εἰσαγάγω ἐντὸς τῆς οἰκίας μου, ἐρωτῶ σε: Πιστεύεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἐν σαρκί;
- Ὄχι! ἀπαντᾷ ὁ ὑδραυλικός. Πιστεύω μόνον σὲ κάποιαν ἀνωτέραν δύναμιν. Τίποτε περισσότερον!
- Φύγε τότε! ἀπαντῶμεν.
   Τηλεφωνοῦμεν εἰς δεύτερον. Ἀλλὰ καὶ αὐτός, ἐλθών, ἀπαντᾷ εἰς τὴν ὡς ἄνω ἐρώτησιν, "ὄχι!" καὶ προσθέτει ὅτι "δὲν πιστεύει τίποτε!". Ἐκδιώκομεν καὶ αὐτὸν καὶ καλοῦμεν τρίτον. Ἔρχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐρωτώμενος, ἀπαντᾷ ὅτι δὲν εἶνε μὲν ἄπιστος, εἶνε ὅμως ἑτερόδοξος. Ἀποπέμπομεν πῦξ - λὰξ καὶ αὐτόν, ἐνῷ τὰ ὕδατα οὐ μόνον κατέκλυσαν τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἔχουν ἤδη φθάσει εἰς τὸ κατάστρωμα τῆς ὁδοῦ!...
   Ἑτέρα σκηνή: Ἀποθνῄσκει ἡ μήτηρ ἡμῶν καὶ ἔρχονται εἰς τὴν οἰκίαν ἡμῶν, πλὴν τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων, καὶ πολλοὶ γείτονες, ἄλλοι περισσότερον καὶ ἄλλοι ἐλάχιστα (ἢ καὶ ὑποτυπωδῶς) γνωστοί, ἵνα ἐκφράσουν συλλυπητήτρια καὶ ἵνα συντροφεύσουν ἡμᾶς μέχρι καὶ τῆς ταφῆς τῆς κοιμηθείσης. Ἡμεῖς βεβαίως, πρὶν ἢ "χαιρετίσωμεν" τοὺς ἐρχομένους, πρὶν ἢ ἐπιτρέψωμεν αὐτοῖς νὰ ἀποθέσωσιν ἄνθη ἐπὶ τοῦ φερέτρου, πρὶν ἢ εἴπωμεν εἰς αὐτοὺς νὰ καθίσουν, ὀφείλομεν ὅπως ἐρωτήσωμεν αὐτοὺς ἂν πιστεύουν εἰς "ταύτην τὴν διδαχήν" (Β΄ Ἰωάννου ΣΤ΄ 10). Ἀναλόγως δὲ τῆς ἀπαντήσεως, ἢ θὰ δεχθῶμεν ἢ θὰ ἀποπέμψωμεν αὐτούς!
Συμφωνεῖτε, ἀδελφοί; Πρέπει νὰ συμφωνῆτε!...



   Τοιαύτας λοιπὸν σχέσεις καὶ ἐπαφὰς εἶχε κατὰ νοῦν ὁ Ἰωάννης, ὅτε καθώριζε τὴν ἔναντι τῶν αἱρετικῶν συμπεριφορὰν ἡμῶν;
   Ὄχι, φίλοι μου! Ὁ  Ἅγιος Ἰωάννης ἐπέστησεν ἐντόνως τὴν προσοχὴν τῶν πιστῶν καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουν τοὺς ἐπισκεπτομένους αὐτοὺς ἐπὶ σκοπῷ διδασκαλίας, ἐπὶ σκοπῷ "προσηλυτισμοῦ", ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον. Θέλων δὲ νὰ παρεμβάλῃ προσκόμματα εἰς τὸ προσηλυτιστικὸν ἔργον κακοδόξων διδασκάλων, ἀπαγορεύει τὴν ὑπὸ τῶν πιστῶν φιλοξενίαν αὐτῶν, ὁπότε οὗτοι, μὴ εὑρίσκοντες κατάλυμα κατὰ τὰς περιοδείας αὐτῶν, ἢ θὰ ἠχρηστεύοντο, ἢ τοὐλάχιστον, θὰ περιώριζον κατ᾿ ἀνάγκην τὴν φθοροποιὸν δρᾶσιν αὐτῶν. Φοβούμενος δ᾿ ἀκόμη ὁ θεῖος Ἀπόστολος μήπως καὶ ἐκ τῆς ἁπλῆς μετὰ τῶν ψευδοδιδασκάλων ἐπαφῆς καὶ συζητήσεως, κλονισθοῦν οἱ πιστοὶ ἐξ ὅσων θὰ ἀκούσουν, ἀξιοῖ παρ᾿ αὐτῶν, ἐκ λόγων στοιχειώδους συνέσεως, ὅπως οὐ μόνον μὴ φιλοξενοῦν αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἐκδιώκουν αὐτοὺς αὐθωρεὶ καὶ παρὰ χρῆμα. (Τότε οἱ ψευδοδιδάσκαλοι περιήρχοντο τὰς οἰκίας, πρὸς ἄγραν ὀπαδῶν, ὅπως σήμερον οἱ Χιλιασταί.)

   Ἀλλὰ καὶ μία ἀκόμη παρατήρησις. Ἡ ἐντολὴ τοῦ θείου Ἀποστόλου (Β΄ Ἰωάννου, 10) περὶ ἀποφυγῆς τῶν αἱρετικῶν διδασκάλων εἶνε αὐτονόητον ὅτι δὲν ἰσχύει διὰ πάντας ἀνεξαιρέτως τοὺς πιστούς. Ἡ ἐντολὴ ἐδόθη ἵνα προφυλάξῃ τὸ μέγα πλῆθος τῶν πιστῶν, τὸ ὁποῖον, εἴτε λόγῳ ἀσθενοῦς πίστεως, εἴτε λόγῳ ἐλλιποῦς καταρτίσεως, εἶνε εὐάλωτον. Δὲν ἐδόθη διὰ τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἀκόμη καὶ διὰ "δυνατοὺς ἐν ταῖς Γραφαῖς" (Πράξεις ΙΗ΄ 24) λαϊκούς. Αὐτοί, ἐφ᾿ ὅσον βεβαίως εἶνε καλῶς κατηρτισμένοι, ἔχουν δικαίωμα ἅμα καὶ ὑποχρέωσιν οὐ μόνον νὰ δέχωνται ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν τοὺς αἱρετικοὺς διδασκάλους (πολλῷ δὲ μᾶλλον τοὺς ἁπλοὺς ὀπαδοὺς τῆς αἱρέσεως), ἀλλὰ καὶ νὰ καλοῦν αὐτοὺς ἐπὶ σκοπῷ διαλόγου καὶ διαφωτίσεως. Ὁ καλῶς κατηρτισμένος πιστὸς (Κληρικὸς ἢ λαϊκὸς) δὲν κωλύεται νὰ καλέσῃ αἱρετικοὺς (καὶ ἁπλοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀρχηγοὺς) εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καὶ "χαιρετισμὸν" νὰ ἀνταλλάξῃ μετ᾿ αὐτῶν καὶ "κέρασμα" νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς καὶ ἀκολούθως νὰ ἀνοίξῃ διάλογον μετ᾿ αὐτῶν καί, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, νὰ κατατροπώσῃ αὐτούς.
   Ἀπ᾿ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἐγίνοντο ἀπειράριθμοι διαλεκτικαὶ μάχαι μεταξὺ ἐπιλέκτων ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρετικῶν. Πῶς συνέβαινε τοῦτο, ἂν ἀπηγορεύετο γενικῶς καὶ ἀπολύτως πᾶσα ἐπικοινωνία Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἀκόμη δὲ καὶ ὁ ἁπλοῦς χαιρετισμός, ὡς φρονεῖτε ὑμεῖς; Κακῶς ἐγίνοντο αὐταὶ αἱ μάχαι; Καὶ σήμερον μία δρὰξ Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν Θεολόγων ἔχει ἀποβῆ δεινὸς "κεφαλόπονος" ἡγετικῶν τινων στελεχῶν τῶν Χιλιαστῶν, τὰ ὁποῖα οὐχὶ ἁπλῶς "λαμβάνει", ἀλλὰ καὶ καλεῖ "εἰς οἰκίαν" καὶ "κέρασμα" προσφέρει καὶ ἀκολούθως ἀνοίγει μετ᾿ αὐτῶν διάλογον, παρουσίᾳ μάλιστα πολλῶν ἀκροατῶν, καὶ τρέπει αὐτὰ εἰς ἄτακτον φυγήν. Τί πιστεύετε, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ... παραβαίνουν τὴν ἐντολὴν τοῦ  Ἰωάννου;

   Ἢ μήπως παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἰωάννου καὶ ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, ὁ ὁποῖος, ὅτε ἦλθον πρὸς αὐτὸν αἱρετικοί τινες "καὶ ἤρξαντο καταλαλεῖν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ὅτι παρὰ Πρεσβυτέρων ἔχει τὴν χειροτονίαν", "ἐφώνησε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ εἶπε· Παράθες τὴν τράπεζαν καὶ ποίησον αὐτοὺς φαγεῖν καὶ πέμψον αὐτοὺς μετ᾿ εἰρήνης"; ("Τὸ Γεροντικόν", ἐκδ. Β΄ ὑπὸ "Ἀστέρος", ἐν Ἀθήναις 1970, σελ. 92).

   Ἢ μήπως παρέβησαν τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἰωάννου οἱ Ἀββάδες Λὼτ καὶ Ἀρσένιος, μετὰ πολλῆς ἀγάπης καὶ ἁβροφροσύνης συμπεριενεχθέντες πρὸς τὸν ὠριγενιστὴν Μοναχόν; Ἰδοὺ τί ἔπραξαν οὗτοι: " Ἦλθέ τις τῶν γερόντων πρὸς τὸν Ἀββᾶν Λὼτ εἰς τὸ μικρὸν ἕλος τοῦ Ἀρσενοΐτου καὶ παρεκάλεσεν αὐτὸν διὰ κελλίον καὶ ἔδωκεν αὐτῷ· ἦν δὲ ὁ γέρων ἀσθενὴς καὶ ἀνέπαυσεν αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Λώτ· καὶ εἰ ἤρχοντό τινες παραβαλεῖν τῷ Ἀββᾷ Λώτ, ἐποίει αὐτοὺς παραβαλεῖν καὶ τῷ γέροντι τῷ ἀσθενεῖ· καὶ ἤρξατο λαλεῖν αὐτοῖς λόγους τοῦ Ὠριγένους καὶ ἐθλίβετο ὁ Ἀββᾶς Λώτ, λέγων, μὴ καὶ νομίσωσιν οἱ πατέρες, ὅτι καὶ ἡμεῖς οὕτως ἐσμέν· καὶ ἐκβαλεῖν αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου ἐφοβεῖτο διὰ τὴν ἐντολὴν (τῆς ἀγάπης)· καὶ ἀναστὰς ὁ Ἀββᾶς Λώτ, ἦλθε πρὸς τὸν Ἀββᾶν Ἀρσένιον καὶ διηγήσατο αὐτῷ περὶ τοῦ γέροντος καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος· μὴ διώξῃς αὐτόν, ἀλλ᾿ εἰπὲ αὐτῷ· Ἰδοὺ ἐκ τῶν τοῦ Θεοῦ φάγε, πίε ὡς θέλεις, μόνον τὸν λόγον τοῦτον μὴ λαλήσῃς· καὶ ἐὰν θέλῃ, διορθοῦται· εἰ δὲ μὴ θέλῃ διορθώσασθαι, ἀφ᾿ ἑαυτοῦ μέλλει παρακαλεῖν τοῦ ἀναχωρῆσαι ἐκ τοῦ τόπου· καὶ οὐκ ἀπὸ σοῦ γίνεται ἡ ἀφορμή· ἀπελθὼν οὖν ὁ Ἀββᾶς Λὼτ ἐποίησεν οὕτως· καὶ ὁ γέρων ὡς ἤκουσε ταῦτα, οὐκ ἤθελε διορθώσασθαι· ἀλλ᾿ ἔβαλε παρακελεῖν, λέγων· Διὰ τὸν Κύριον πέμψατέ με ἐντεῦθεν, ὅτι οὐκ ἔτι δύναμαι βαστάξαι τὴν ἔρημον· καὶ οὕτως ἀναστὰς ἐξῆλθε, προπεμπόμενος μετ᾿ ἀγάπης" (Αὐτόθι, σελ. 62).

   Βεβαίως ἂν ὑπάρχῃ αἱρεσιάρχης τις ἐγνωσμένης καὶ πανθομολογουμένης κακοπιστίας καὶ πωρώσεως, λυσσώδης ἐχθρὸς τῆς ἀληθοῦς Πίστεως, ἄνθρωπος πολλάκις νουθετηθεὶς καὶ μηδὲν ὠφεληθείς, ἄνθρωπος ἐθελοκακῶν καὶ ἐθελοτυφλῶν μετὰ πείσματος ἀκατανικήτου, ἄνθρωπος φθάσας εἰς κατάστασιν "ἀτρεψίας", δυνάμεθα (ἴσως καὶ ἐπιβάλλεται) νὰ ἐπιδείξωμεν πρὸς αὐτόν, καὶ ὅσοι δὲν κινδυνεύομεν νὰ κλονισθῶμεν ἐξ αὐτοῦ, στάσιν περιφρονήσεως καὶ ἀποστροφῆς, ὡς ἔπραξε καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης διὰ τὸν Κήρινθον. Ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον εἶνε μία ὅλως εἰδικὴ περίπτωσις. Ἂς μὴ παραθεωρῶμεν ἀναριθμήτους ἄλλας περιπτώσεις αἱρετικῶν, διδασκάλων τε καὶ ἁπλῶν ὀπαδῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνένηψαν καὶ ἐπανῆλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐκ τῆς ἐν γένει καλῆς συμπεριφορᾶς Ὀρθοδόξων ποιμένων (ἢ καὶ λαϊκῶν).

   Εἶνε ὕψιστον ποιμαντικὸν χρέος τῶν Λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας ἡ περὶ τῶν αἱρετικῶν, δηλαδὴ ἡ περὶ μεταστροφῆς τῶν αἱρετικῶν, μέριμνα καὶ φροντίς. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς θὰ κοπιάσῃ, θὰ ἱδρώσῃ, θὰ ἐνεργήσῃ ὅ,τι δεῖ, θὰ μετέλθῃ πᾶν θεμιτὸν μέσον, ἵνα πλησιάσῃ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διαλεχθῇ μετ᾿ αὐτῶν καὶ δαφωτίσῃ αὐτούς, ὅσους τοὐλάχιστον εἶνε ἐπιδεκτικοὶ διορθώσεως. Ποιμὴν ἀδιαφορῶν παντελῶς διὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀποφεύγων νὰ διαλεχθῇ μετ᾿ αὐτῶν καὶ νὰ νουθετήσῃ πατρικῶς αὐτούς, εἶνε ἀνάξιος τῆς ἑαυτοῦ ἀποστολῆς (Πρβλ. καὶ Κανόνας 99, 131, 132 τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου).
   Ὁ πραγματικὸς ποιμὴν ὀφείλει νὰ μὴ λησμονῇ οὐδ᾿ ἐπὶ στιγμὴν ποῖα καθήκοντα ἐπωμίσθη: "Τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐτὰ μετὰ κρίματος" (Ἰεζεκιὴλ ΛΔ΄ 16). Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοῶμεν ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ ἄπιστοι εἶνε ἀντικείμενα τοῦ εὐρυτέρου ποιμαντικοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ποιμαντικὸν ὅμως ἔργον ἄνευ οὐδεμιᾶς σχέσεως καὶ ἐπαφῆς καὶ ἐπικοινωνίας μετὰ τῶν ἀντικειμένων αὐτοῦ (ἐν προκειμένῳ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων) δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ διεξαχθῇ!

   Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προέτρεπε τοὺς πιστοὺς νὰ ἐπιχειροῦν τὴν διόρθωσιν τῶν αἱρετικῶν, συναναστρεφόμενοι αὐτούς, ἀρκεῖ νὰ πράττουν τοῦτο μετὰ συνέσεως πολλῆς, ἵνα μὴ τυχὸν βλαβοῦν: "Καὶ τοὺς ἑτέρως φρονοῦντας, ὡς λύμην τῆς ἀληθείας, ἕως ἂν μὲν ᾗ δυνατόν, προσλαμβανώμεθα καὶ θεραπεύωμεν· ἀνιάτως δ᾿ ἔχοντας ἀποστρεφώμεθα, μὴ τῆς νόσου μεταλάβωμεν πρὶν μεταδοῦναι τῆς ἑαυτῶν ὑγείας" (Λόγος ΣΤ΄ 22). Παρόμοια ἐδίδασκε καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος τὸ ποίμνιον αὐτοῦ: "Διὰ δὴ ταῦτα παρακαλῶ πάντας ὑμᾶς καθάπερ τοὺς φρενίτιδι περιπεσόντας νόσῳ καὶ παραπαίοντας, κατὰ δύναμιν τὴν ὑμετέραν πειρᾶσθαι θεραπεύειν, μετὰ προσηνείας καὶ ἐπιεικείας αὐτοὶς διαλεγομένους... Ταῦτα πρὸς ἰσχυροτέρους λέγω καὶ ἀνεπηρεάστους καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας (=συναναστροφῆς) μηδεμίαν παραδέξασθαι πλάνην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας (δηλαδὴ τὰς μετ᾿ αὐτῶν συναντήσεις), ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ  τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι... Ὁ μὲν γὰρ ἰατρὸς ἂν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἀκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν· ὁ δὲ ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸ ἀῤῥωστοῦντα παρέβλαψε" (Λόγος Β΄ Περὶ ἀκαταλήπτου, παράγραφος Ζ΄). Καὶ ἀλλαχοῦ ζητεῖ παρὰ τῶν ἀκροατῶν αὐτοῦ, ὅπως φέρουν τοὺς αἱρετικοὺς εἰς τὸν Ναὸν πρὸς παρακολούθησιν τῶν ἀντιαιρετικῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ. Καὶ ἂν μὲν παραστοῦν, λέγει, ἂς ἀκούσουν παρ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀλήθειαν· ἂν δὲν θέλουν νὰ ἔλθουν, εἴπατε ὑμεῖς εἰς αὐτοὺς ὅσα ἠκούσατε, ἵνα μάθουν παρ᾿ ὑμῶν τὰ ὀρθά: "Ἐνταῦθά μοι τὸν αἱρετικὸν κάλει· ἐάν τε παρῇ, ἐάν τε μὴ παρῇ. Ἐάν τε παρῇ, παρὰ τῆς ἡμετέρας φωνῆς παιδευέσθω· ἐάν τε μὴ παρῇ διὰ τῆς ὑμετέρας ἀκροάσεως μανθανέτω" (Ὁμιλία εἰς τὸν Ἅγιον Μάρτυρα Φωκᾶν).

   Ἐννοεῖται ὅτι πάντα τὰ ἀνωτέρω οὐδαμῶς δικαιολογοῦν τὴν μετὰ ἑτεροδόξων συμπροσευχήν. Ἡ συμπροσευχὴ ἀπαγορεύεται ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί, ὡς ἐκ τούτου, εἶνε πάντῃ ἀποκρουστέα. Περιττεύει δὲ νὰ σημειώσω ὅτι καὶ ἡ ἀπαγόρευσις ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς μεθ᾿ αἱρετικῶν συμπροσευχῆς καὶ γενικῶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐξ ἀγάπης ἀποῤῥέει. Ἐξ ἀγάπης οὐ μόνον πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους (ἵνα μὴ διὰ τοιούτων ἐκδηλώσεων, καθαρῶς θρησκευτικῶν, ἀμβλυνθῇ παρ᾿ αὐτοῖς τὸ Ὀρθόδοξον αἰσθητήριον καὶ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον γένηται δεκτὴ ἐν τῇ συνειδήσει αὐτῶν ἡ ἁρμονικὴ καὶ ἀδιατάρακτος συνύπαρξις ἀληθείας καὶ ψεύδους, φωτὸς καὶ σκότους), ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ ἀποκλεισμοῦ, δι᾿ αὐτῆς τῆς θρησκευτικῆς (καὶ ὄχι κοινωνικῆς) "καραντίνας", καλοῦνται νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν πλάνην αὐτῶν, καλοῦνται νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ γεγονὸς ὅτι εἶνε ἐκτὸς τῆς σῳζούσης Κιβωτοῦ, καλοῦνται νὰ συναισθανθοῦν ὅτι βαδίζουν ἐν ὁδῷ ἐπισφαλεστάτῃ. Πᾶσαι αἱ ἀπαγορεύσεις αὗται δὲν εἶνε εἰμὴ κώδωνες ἀφυπνίσεως, κρουόμενοι φιλοστόργως ὑπὸ τῆς τοὺς πάντας ἀγαπώσης καὶ διὰ πάντας ἀγρυπνούσης καὶ ὑπὲρ πάντων ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας.

   Ἡ Ἐκκλησία δὲν μισεῖ τοὺς αἱρετικούς. Πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία οὐ μόνον ἀγαπᾷ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἀλγεῖ καὶ ὀδυνᾶται δι᾿ αὐτούς. Ὅσα μέτρα ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία "ἐναντίον" αὐτῶν, θεωρούμενα εἰς βάθος, εἶνε "ὑπὲρ" αὐτῶν. Ἀποσκοποῦν δηλαδὴ νὰ ἐπισημάνουν εἰς αὐτοὺς τὴν πλάνην αὐτῶν, νὰ δημιουργήσουν παρ᾿ αὐτοῖς "κρίσιν συνειδήσεως" καὶ νὰ ὁδηγήσουν αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφήν. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ ἀναθεματισμοὶ τῶν αἱρεσιαρχῶν δὲν ἐσκόπουν μόνον εἰς τὴν διατήρησιν τῆς Πίστεως ἀνοθεύτου καὶ εἰς τὴν προφύλαξιν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς αἱρετικῆς λύμης, ἀλλ᾿ ἀπέβλεπον καὶ εἰς τὸν ἐνδεχόμενον συγκλονισμὸν τῆς συνειδήσεως τῶν ἀναθεματιζομένων ἐπὶ τῇ ἐλπίδι ἀνανήψεως καὶ σωτηρίας αὐτῶν.

   Συνοψίζω τὰ κατὰ τὸ ἐδάφιον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ:
α΄) Ὁ  Ἰωάννης δὲν ἀναφέρεται εἰς πᾶσαν σχέσιν ἡμῶν πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον καὶ ἀποκλειστικῶς εἰς τὸ θέμα τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν ὡς διδασκάλων, ὡς κηρύκων. Πρὸς ἀποφυγὴν δέ, τοῦτο μέν, διευκολύνσεως τοῦ ὀλεθρίου αὐτῶν "ἱεραποστολικοῦ" ἔργου, τοῦτο δέ, παντὸς κινδύνου κλονισμοῦ τῶν πιστῶν, ἀξιοῖ παρ᾿ αὐτῶν ὅπως οὔτε φιλοξενίαν παρέχουν αὐτοῖς οὔτε κἂν "χαιρετισμὸν" ἀποτείνουν πρὸς τοὺς τοιούτους διδασκάλους, ἵνα οὕτως ἀποκλεισθῇ ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ στεγανῶς ἡ δυνατότης διαδόσεως τῆς πλάνης. 
β΄) Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ καλῶς κατηρτισμένοι πιστοί, οὐδαμῶς κωλύονται (ἀντιθέτως, ἔχουν χρέος!) καὶ νὰ δέχωνται τοὺς αἱρετικοὺς διδασκάλους (ἢ καὶ ἁπλοῦς ὀπαδούς), ἀλλὰ καὶ νὰ καλοῦν αὐτοὺς εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν καὶ νὰ δημιουργοῦν εὐκαιρίας διαλεκτικῶν "συμπλοκῶν" μετ᾿ αὐτῶν πρὸς συντριβὴν καὶ κατατρόπωσιν αὐτῶν, ὁπότε οὗτοι εἶνε ἐνδεχόμενον νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς ἐπιστροφήν.

   

Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Ἰ. Θεοδωρόπουλος,
"Τὰ Δύο Ἄκρα - Οἰκουμενισμὸς & Ζηλωτισμός",
Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος,
Ἔκδοσις Γ΄ , 2008, σ. 228-236, 
"ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ", φύλλον 18.4.1980