Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΕ Η ΜΟΝΗ ΑΣΦΑΛΗΣ ΟΔΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

 




       Ἡ Ἐκκλησία μας ἡ Ὀρθόδοξος εἶνε ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας. Οὔτε ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, οὔτε ἁπλῶς ἡ ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας, ἀλλὰ ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας.

       Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι εἶνε ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀποκλείουμεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ οἱανδήποτε δρᾶσιν. Τὸν περιορίζουμεν εἰς ἕνα σχῆμα. Ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν στιγμὴν νὰ ὑπάγῃ εἰς τοὺς Μάου Μάου καὶ νὰ ἀποκαλυφθῇ εἰς κάποιον καὶ νὰ τοῦ εἴπῃ: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ σαρκωθεὶς καὶ ταφεὶς καὶ ἀναστάς· καὶ πίστευσόν Μοι νὰ σὲ σώσω» καὶ τὸν πάρῃ καὶ μὲ ἅρμα ὅπως ἐπῆρε τὸν προφήτην Ἠλίαν, δικαίωμά Του νὰ τὸ κάνῃ. Ἐμᾶς δὲν θὰ μᾶς δώσῃ λογαριασμόν. Ἂν θέλῃ νὰ τὸ κάνῃ, τὸ κάνει. Ἂν θέλῃ νὰ σώσῃ ὁ Θεὸς κάποιον ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, δικαίωμά Του. Δὲν θὰ γράψωμεν ἡμεῖς σχήματα καὶ θὰ ἀξιώσωμε νὰ κινῆται ὁ Θεὸς μέσα εἰς τοὺς κύκλους τοὺς ὁποίους θὰ Τοῦ γράψωμεν.

       Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας, ἁπλῶς ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας, σημαίνει ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὑπάρχουν καὶ ἄλλαι ἀσφαλεῖς ὁδοὶ σωτηρίας, μὲ τὰς ὁποίας μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθῇ· εἶνε ἀσφαλισμένος. Ὁπότε ποία ἡ ἀξία τῆς ἀληθείας, ἂν ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχουν καὶ ἄλλαι ὁδοὶ ποὺ σώζουν μὲ ἀσφάλειαν; Ἐὰν σωζώμεθα ἐξ ἴσου ἀσφαλῶς καὶ ὄντες εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ ὄντες εἰς τὴν πλάνην, τότε ποία εἶνε ἡ ἀξία τῆς ἀληθείας; Ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ ἔχῃ κάποιαν ἀξίαν, πῶς θὰ τὸ κάνωμεν; Ἐάν, ἐπαναλαμβάνω, εἴπωμεν ὅτι εἶνε ἀσφαλὴς ὁδός, ἀφήνουμε καὶ ἄλλας ἀσφαλεῖς ὁδούς, ὁπότε, ἡ ἀλήθεια σχεδὸν ἐκμηδενίζεται· δὲν ἔχει καμμίαν ἀξίαν. Ἐάν, πάλιν, εἴπωμεν ἡ μόνη ὁδός, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸ περικείουμε, τὸ σφίγγουμεν.

       Ἐάν, ὅμως, εἴπωμεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας, τότε, καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν βάζουμεν εἰς τὸ βάθρον, τὸ ὁποῖον τῆς ἀξίζει - λέγομεν: «Ἔχεις ἀσφάλειαν νὰ εἶσαι εἰς τὴν ἀλήθειαν» - καὶ εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀφήνουμε δυνατότητας νὰ δράσῃ ὅπως Ἐκεῖνος θέλει.

       Ἐμεῖς γνωρίζουμεν ὅτι ὄντες εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὄχι εἰς τὰς ταὐτότητας, πράγματι ὄντες ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχομεν ἐξασφαλισμένην τὴν σωτηρίαν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας.

       Ἐὰν ὑπάρχουν καὶ μονοπάτια, διὰ τῶν ὁποίων σώζει ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, εἶνε ἔργον ἰδικόν Του καὶ θέμα ἰδικόν Του καὶ ὁπωσδήποτε μποροῦμε νὰ εἴπωμεν, βασιζόμενοι εἰς τὴν ἄπειρον εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγάπην καὶ καλωσύνην τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἔχῃ καὶ μονοπάτια, θὰ ἔχῃ καὶ τρόπους, νὰ σώσῃ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν τὰς προϋποθέσεις, δὲν εἶχαν τὰς δυνατότητας, νὰ μάθουν τὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶνε ἰδικόν Του θέμα. Ἡμεῖς στεκόμεθα ὡς ἐδῶ.

       - Εἶνε αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «νόμον μὴ ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσὶ νόμος» (Ῥωμαίους β΄ 14).

       - Ἂν θὰ τοὺς κρίνῃ ὁ Θεὸς μὲ τὸν νόμον τῆς συνειδήσεως ἢ μὲ τὴν καλήν τους προαίρεσιν εἶνε θέμα ἰδικόν Του. Προσέξτε, εἶνε μία περιέργεια αὐτή, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς ἀποπροσανατολισμόν. Τί θὰ κάνῃ ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἄλλους. Βρέ, τί θὰ κάνῃ μὲ ἐσὲ νὰ κοιτᾷς. Ἄφησε τὸν Θεόν, γνωρίζει τί θὰ κάνῃ μὲ τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς θὰ εἴπωμεν εἰς τὸν Θεὸν τί θὰ κάνῃ μὲ τοὺς ἄλλους; Ἰδικόν Του θέμα· παιδιά Του εἶνε ὅλοι. Τί θὰ κάνῃ μὲ ἡμᾶς. Ἐμεῖς νὰ κοιτάζωμε νὰ ἔχωμεν ὀρθὴν πίστιν καὶ νὰ ἐργαζώμεθα τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ Με, τὰς ἐντολὰς τὰς Ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω ιδ΄ 15), εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ τί θὰ κάνῃ μὲ τοὺς ἄλλους εἶνε ἰδικόν Του θέμα.

       Βεβαίως, ἡμεῖς μετὰ τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ σταθῶμεν εἰς τὸν ἔμφυτον ἠθικὸν νόμον. Ἡμεῖς πλέον ἔχομε τὸν γραπτὸν ἠθικὸν νόμον, τὸ Εὐαγγέλιον. Καὶ θὰ κάνωμεν ὅ,τι μᾶς λέγει τὸ Εὐαγγέλιον. Αἱ ἐπιταγαὶ τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου ἰσχύουν διὰ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἀπεκαλύφθη ἀκόμη ὁ Χριστός· δὲν ἐγνώρισαν τὸν Χριστόν. Ἡμεῖς δὲν θὰ κοιτάζωμε τί λέγει ὁ ἔμφυτος νόμος, ἀλλὰ τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιον. Διότι εἰς ἀγρίους φυλὰς εἶνε νόμος ἐὰν κάποιος κάνῃ κάτι εἰς τὸν φύλαρχον, νὰ τὸν ψήσουν καὶ νὰ τὸν φάγουν. Δὲν ἔχουν τύψεις συνειδήσεως οἱ ἄνθρωποι. Λέγουν ὅτι αὐτὸ ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ. Εἶνε ἔθιμον τῆς φυλῆς προαιώνιον· ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ἡ φυλή. Καί, βεβαίως, αὐτὸ συμβαίνει, διότι ὁ ἔσω ἄνθρωπος εἶνε διεφθαρμένος μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Ἀδάμ. Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ἠμαυρώθη. Ἡ πτῶσις τοῦ Ἄδὰμ ἐπέφερεν ἐξασθένισιν τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἀμαύρωσιν τοῦ «κατ᾿ εἰκόν». Δὲν εἶνε τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» τὸ ἰδικόν μας ὅπως τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Ἀδάμ. Εἶνε ἀλλοιωμένον· ἔχει ἀμαυρωθῆ. Λοιπόν, ἐμεῖς πλέον πρέπει τὴν Καινὴν Διαθήκην νὰ τὴν ἐντάξωμε μέσα μας. Αἱ ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ θὰ γίνουν αἰτήματα τῆς ψυχῆς μας, ἀξιώματα μέσα εἰς τὴν ψυχήν μας. Ἀξιώματα μὲ τὴν ἔννοιαν τῶν μαθηματικῶν ἀξιωμάτων· ὄχι μὲ τὴν ἔννοιαν τῶν ἀξιωμάτων ποὺ ἀνεβαίνει κανεὶς εἰς μίαν θέσιν.



Τρέφοντας τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ

Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Κωστὼφ

Ἐκδόσεις Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς

Ἔκδοσις Β΄

Σταμάτα 2017

Σελίδες 254-257

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

                                          



Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶνε μία ὁλόκληρος χερσόνησος, ὅπου ἐκεῖ κατοικοῦν σήμερον 2,000 - 3,000 μοναχοί. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μοναχοί, ἄλλοι μένουν μόνοι τους, ἄλλοι μὲ 2-3 ἄλλους ἢ μὲ περισσοτέρους εἰς μίαν καλύβην καὶ ἄλλοι μένουν εἰς τὰ μοναστήρια, ποὺ ἐπισήμως φαίνεται νὰ εἶνε 20, ἀλλὰ οὐσιαστικῶς εἶνε περισσότερα, ὅμως δὲν τὰ ὀνομάζουν μοναστήρια.

Μία ἀνακοίνωσις, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ὑπογεγραμμένη καὶ ἐκ τῶν 20 μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δὲν σημαίνει ὅτι ἀντιπροσωπεύει ὅλους τοὺς μοναχούς, οὔτε κἂν τὴν πλειονοψηφίαν. Εἶνε γνωστὸν ὅτι εἰς τὰ μοναστήρια ὑπάρχει μία ἱεραρχία, διὰ τὴν καλὴν λειτουργίαν αὐτῶν. Καὶ συνήθως αἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται ἀπὸ τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς πατέρας ποὺ ἀποτελοῦν τὴν γεροντίαν (ἢ ὅπως ἀλλοιῶς λέγεται). Δὲν κάνουν δημοψήφισμα οὔτε ἐρωτοῦν τὸν κάθε μοναχὸν διὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν γνώμην του καὶ μετὰ νὰ λάβουν μίαν ἀπόφασιν. Οὔτε θὰ ἦτο ἐφικτὸν αὐτό, ἐφ᾿ ὅσον κάθε δύο ἄνθρωποι ἔχουν τρεῖς γνώμας!

Ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ἐκκοσμίκευσις καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐφ᾿ ὅσον οἱ μοναχοὶ δὲν γεννιοῦνται ἐκεῖ, ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμον, μὲ ὅλας τὰς πνευματικὰς τοξίνας ποὺ κουβαλοῦν μαζύ τους. Αὐτὸ ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν. Θὰ ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ διαφωνοῦν μὲ ἐκείνους ποὺ λαμβάνουν καὶ δημοσιεύουν τὰς ἀποφάσεις ποὺ βλέπουμεν ἐμεῖς ἔξω, ἀλλὰ προφανῶς δὲν θὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ τὸ ἐκφράσουν. Θὰ συμβαίνῃ ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ εἰς τὴν πολιτικήν. Κάθε κράτος ἐφαρμόζει μίαν πολιτικήν, ἡ ὁποία ὅμως πόῤῥω ἀπέχει ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ κόσμος. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν τὴν ἐξουσίαν ἔχουν καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν φωνήν. Οἱ ὑπόλοιποι, δηλαδὴ ἡ πλειονοψηφία, δὲν ἀκούγεται οὔτε φαίνεται. Ἀλλὰ ὅταν ἀκουσθῇ καὶ φανῇ, νομίζω θὰ μᾶς ἐκπλήξῃ ἐκ τοῦ πλήθους!

Συνεπῶς, εὐελπιστῶ ὅτι δὲν ἔπεσε τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ ὡς συνήθως, οἱ κατέχοντες τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν φωνήν, τοὐλάχιστον πρὸς τὸ παρόν. Καὶ νομίζω εἶνε λάθος νὰ ἀμαυρώνωμεν ἕνα ὁλόκληρον χῶρον, μίαν ὁλόκληρον μοναστικὴν κοινότητα, σκανδαλίζοντας τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀποτρέποντας ἄλλους νὰ ἐπισκεφθοῦν ἕνα χῶρον ποὺ θὰ τοὺς ὠφελήσῃ. Δόξᾳ τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν καὶ οἱ ὑγιειῶς σκεπτόμενοι ἄνθρωποι παντοῦ καὶ βεβαίως καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

ΠΕΡΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΩΝ. Πότε γίνεται συμπροσευχή καί πότε δέν γίνεται.

                                         


- (κ. Μουρατίδης) Κοιτάξετε, ὅταν οἱ Κανόνες λέγουν: «Ἀπαγορεύεται ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς», δὲν λέγουν εἰς τί βαθμόν.

- Καὶ μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους· τοὺς ἁπλῶς ἀκοινωνήτους.

- (π. Σ.) Μερικοὶ ἀποκλείουν μόνον τὴν «ἐν ἀμφίοις» συμπροσευχὴν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ.

- Ἔτσι εἰσέρχεται καὶ ὁ ὑποκειμενικὸς παράγων πλέον καὶ δὲν γνωρίζουμε ποῦ θὰ σταματήσωμε: Πρῶτα δὲν ἐπιτρέπεται «ἐν ἀμφίοις». Μετὰ ἐπιτρέπεται μόνον μὲ ἐπιτραχήλιον. Μετὰ μὲ ἐπιτραχήλιον καὶ φαιλόνι. Μετὰ καὶ μὲ πλήρη στολὴν καὶ μετὰ «δεῦτε λάβετε, φάγετε». Ὄχι, παιδάκι μου. Ἅμα εἰσέλθῃ ὁ ὑποκειμενικὸς παράγων, δὲν σταματᾶ πουθενά. Ἐγὼ εἰς τὴν ζωήν μου ἐσυνήθισα νὰ μὴ αὐτοσχεδιάζω ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ποὺ μοῦ δίδει ἡ Ἐκκλησία ἐξουσίαν εἶνε εἰς τὸν καθορισμὸν τῶν ἐπιτιμίων. «Εἴ τις τῆς παρὰ τῶν πιστευθέντων τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας εἰς τὸ ἐλαττῶσαι τὸν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων, οὐκ ἔστι καταγνώσεως ἄξιος».  Λέγει ἡ Ἐκκλησία: Ἐγὼ σοῦ βάζω μερικὰ πλαίσια, ἀλλὰ ἐσὺ κινήσου ἐλεύθερα. Ἐκεῖ μπορῶ νὰ αὐτοσχεδιάσω. Βεβαίως, καλὸν εἶνε μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὅταν ἡ Ἐκκλησία δὲν μοῦ ἀφήνει περιθώριον αὐτοσχεδιασμοῦ, ποῖος εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ αὐτοσχεδιάσω;

Ὅταν ἕνας Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀρχίζει ἔτσι τὴν δογματικήν του: «Ἐρῶ ἐμὸν οὐδέν», ποῖοι εἴμεθα ἡμεῖς ποὺ θὰ εἴπωμεν: «Εἶπαν αὐτὸ οἱ Πατέρες, ἀλλὰ λέγομεν ἡμεῖς τοῦτο»; Ἕνας κολοσσὸς σοφίας καὶ ἁγιότητος, «Ἐρῶ ἐμὸν οὐδέν». Καὶ λέγει ὁ Μπαλᾶνος, ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶνε ἡ ἐποχὴ τῆς καθυστερήσεως, δὲν ἔχει ἀνελίξεις καὶ ἐξελίξεις, κ.λπ., εἶνε στατικὴ δὲν ἔχει πρόοδον ἡ Θεολογία, διότι βαδίζει εἰς τὰ ἀχνάρια τῶν παλαιοτέρων Πατέρων. Πρόοδος εἶνε νὰ λέγωμε καὶ ἰδικά μας! Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ κατάγνωσις τῶν ἀνθρώπων: Ἐμεῖς γνωρίζουμε καλλίτερον ἀπὸ τοὺς Πατέρας. Ποῖος εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ νομοθετήσω καὶ θὰ εἰπῶ: «Ναί, ἡ Ἐκκλησία λέγει αὐτό, ἀλλὰ ἐγὼ λέγω τοῦτο»; Ποῖος εἶμαι ἐγώ; Δὲν ὑπάρχει ἀσφάλεια, ἅμα εἰσέλθῃ τὸ ὑποκειμενικὸν κριτήριον μέσα μας. Ἐγὼ τοὐλάχιστον εἰς τὴν ζωήν μου ποτὲ δὲν ἠσθάνθην προβληματισμοὺς ἐκεῖ ποὺ ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔχει γράψει καὶ ἕνα θαυμάσιον δογματικὸν ἔργον, τὸ Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Εἶνε, θὰ ἔλεγε κανείς, διὰ τὴν ἐποχήν του, ἡ καλλιτέρα σύνοψις τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας. Καὶ ἐδῶ εἶνε ἡ ταπείνωσις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ· ἐνῷ ἦτο τόσον σπουδαῖος καὶ τόσον μεγάλος καὶ εἶχε τόσην μόρφωσιν, λέγει: «ἐρῶ ἐμὸν οὐδέν», δὲν θὰ εἰπῶ ἰδικόν μου τίποτε. Θὰ εἰπῶ ὅ,τι ἐδίδαξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι εἶπεν ὁ Κύριος καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅ,τι ἐθεσμοθέτησαν αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι. Θὰ εἰπῶ, λοιπόν, τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας· δὲν θὰ εἰπῶ τίποτε ἰδικόν μου. Πολλοὶ σύγχρονοι θεολογοῦν ἐκ κοιλίας, λέγουν ἢ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μέγας αὐτὸς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ τίποτε ἰδικόν του· ἤθελε νὰ συνοψίσῃ τὴν διδασκαλίαν τῶν πρὸ αὐτοῦ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.

- (Γ. Π.) Πάτερ, ἂν ἐκεῖ εἰς τὴν τράπεζαν τῶν συσκέψεων ὑπάγῃ ἕνας πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἔχει τὴν ἀδιάλειπτον προσευχήν, αὐτὸς θὰ χαθῇ;

- Ἀγαπητέ μου, ἂς εἴπωμεν ὅτι ἕνας ἀδελφός μου εἶχε νυμφευθεῖ μίαν Παπικήν. Καὶ τὴν κηδεύουν· τέλος πάντων νύμφη μου εἶνε καὶ τὰ παιδιά της εἶνε ἀνίψια μου. Καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὸν Παπικὸν Ναὸν καὶ ἔλεγα ἐκείνην τὴν ὥραν, «Θεέ μου, Σὲ παρακαλῶ, ἀνάπαυσέ την, συγχώρεσέ την, δὲν ξέρει τί ἔκανε· Παπικὴ ἐγεννήθη, ἡ μήτηρ της Παική, ὁ πατήρ της Παπικός», αὐτὸ δὲν τὸ θεωρῶ συμπροσευχή. Ἐγὼ ἐπῆγα ἀπὸ κοινωνικὸν καθῆκον νὰ παραστῶ καὶ ἔκαναν τὴν ἰδικήν μου προσευχήν, μὲ ἰδικόν μου τρόπον. Ἄλλο ἂν τοπικῶς συνέπιπτα. Ἀλλὰ δὲν ἔκανα συμπροσευχήν, ὅπως ἂν ἀνέβαινα εἰς τὸ ψαλτήρι καὶ ἄρχιζα «Ave Maria, Ave Maria», ὅπως λέγουν ἐκεῖνοι, κ.λπ..

- (Γ. Π.) Ὁ... εἶπεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς μίαν τράπεζαν συσκέψεων.

- Ὁ... εἶπε νὰ σηκωθῶμεν ὅλοι μαζύ, Ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ καὶ νὰ ἀναπέμψωμεν ἀπὸ κοινοῦ προσευχήν. Ἂν ἐκεῖνος ποὺ κάνῃ ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχὴν τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ῥουφοῦν καφὲ οἱ ἄλλοι, θὰ συνεχίσῃ νὰ προσεύχεται· νὰ μὴ ὁμιλῇ.

- Εἰς τὴν Πρόθεσιν, πάτερ, ἀποκλείεται νὰ τοὺς μνημονεύσωμεν;

- Εἰς τὰς ἰδιωτικὰς προσευχὰς ἠμποροῦμε νὰ μνημονεύωμεν αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν κοινωνίαν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν· εἰς τὴν Ἁγίαν Πρόθεσιν ὄχι. Καὶ μέσα εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμεν ἰδιωτικὴν προσευχὴν διὰ τοὺς ἀδελφούς μας Παπικούς, κ.λπ., ἀλλὰ ὄχι εἰς τὴν τάξιν τῆς λατρείας. Τὰ δίπτυχα ἦσαν πάντοτε κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας κάθε προσώπου. Ἡ διαγραφὴ ἀπὸ τὰ δίπτυχα ἐσήμαινεν ἔκπτωσιν εἰς αἵρεσιν ἢ σχίσμα.

Προσευχὴν εἰς τὴν Λειτουργίαν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμε καὶ διὰ τοὺς εἰδωλολάτρας ἀκόμη. Καὶ ἂν θέλῃ ἕνας νὰ εἰπῇ καὶ διὰ τὸν Νέρωνα, εἰς τὴν Λειτουργίαν: «Θεέ μου, τὸ ἔλεός Σου εἶνε ἄπειρον», ξέρω᾿ γώ, «ἂν θέλῃς νὰ ἐλεήσῃς τὸν Νέρωνα, βάλε τον εἰς τὸν Παράδεισον».

Ἀναφέρεται εἰς τὸ Γεροντικὸν ὅτι κάποιος ἀσκητὴς προσευχόταν δι᾿ ἕνα αὐτοκράτορα Ῥωμαῖον, τὸ ἔλεγε, τὸ ἔλεγε ξανά. Καὶ κάποτε τοῦ λέγει ὁ Θεός: «Ἄφησέ Με, παῦσε νὰ παρακαλῇς δι᾿ αὐτόν, διότι εἶνε ἀσεβέστατος· δὲν μπορεῖ νὰ σωθῇ.

Λέγουν οἱ Κανόνες: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ, συνεύξηται, ἀφοριζέσθω. Ὅποιος κάνει συμπροσευχήν, ἔστω καὶ εἰς τὴν οἰκίαν του, ὄχι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ ἀκοινώνητον, νὰ ἀφορίζεται.

- Ἅμα ἕνας εἶνε νυμφευμένος μὲ Παπικήν, τί γίνεται;

- Νὰ πρόσεχε νὰ μὴ ἔπαιρνε Παπικήν.

- Σχετικῶς μὲ παπικὰς εἰκόνας, τὰς πετοῦμε;

- Ἀσχέτως τοῦ ποῖος τὴν ἔφτιαξεν, ἐφ᾿ ὅσον εἰκονίζει θεῖον Πρόσωπον, ἐσὺ δὲν θὰ τὴν βεβηλώσῃς. Εἰπέ ὅτι εἶνε ἕνας ἄνθρωπος αἱρετικός, σχισματικός, ἔχει ὅλα τὰ κακὰ τοῦ κόσμου καὶ ἔχει ἕνα σταυρόν· ἐσὺ αὐτὸν τὸν σταυρὸν ἂν τὸν εὕρῃς, δὲν θὰ τὸν πετάξῃς εἰς τὸ πῦρ. Τὸν σταυρὸν ἂν τὸν ἔφτιαξεν ὁ αἱρετικός, ἰδική του δουλειά. Δι᾿ ἐσὲ ὁ σταυρὸς εἶνε σταυρός, ὅποιος καὶ ἂν τὸν ἔχῃ φτιάξει. Ἂν ὁ Ἄρειος εἶχε φτιάξει σταυρούς, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μετὰ θὰ πετοῦσε τοὺς σταυροὺς αὐτούς. Ὄχι. Τὴν τιμὴν τὴν ἔχει ἡ εἰκὼν διὰ τὸ πρόσωπον τὸ ὁποῖον εἰκονίζει ἢ ὁ σταυρὸς αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτόν.

- Γέροντα, ξέρουμεν ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους ναοὺς κατὰ τὴν ὥραν τῆς Θείας Λατρείας ἐπιτρέπεται νὰ συμπροσεύχωνται ἢ νὰ παρίστανται αἱρετικοί;

- Ὄχι, ὑπὸ τὴν ἑξῆς προϋπόθεσιν: Ὅτι δὲν θὰ καλέσωμεν ἡμεῖς ἑτεροδόξους νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ προσευχηθοῦν. Ἂν ἐν ἀγνοίᾳ μας εἰσέλθουν μέσα, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡμεῖς τοὺς ἐκαλέσαμεν εἰς συμπροσευχήν. Ἢ ἂν κάποιος ἔλθῃ ἀπὸ ἐνωρὶς καὶ καθίσῃ μέσα καὶ ἡμεῖς δὲν γνωρίζουμεν οτι εἶνε Παπικὸς ἢ Προτεστάντης, δὲν παραβαίνουμε τοὺς Κανόνας. Παράβασις τῶν Κανόνων εἶνε ὅταν τοὺς καλέσωμε νὰ ἔλθουν νὰ συμπροσευχηθῶμεν. Ἂν εἰσέλθῃ κάποιος ἐν ἀγνοίᾳ μας, ἢ ἂν τὸν γνωρίζωμε καὶ στείλωμε καὶ τοῦ εἰπῶμεν: «Ἄκουσον, οἱ Κανόνες λέγουν δὲν πρέπει νὰ συμπροσευχώμεθα. Σὲ παρακαλοῦμεν ὕπαγε εἰς τὸ καλόν». Καὶ εἰπῇ: «Ὄχι· ἐγὼ δὲν φεύγω!», οὔτε θὰ διακόψωμε τὴν Λειτουργίαν, οὔτε θὰ τὸν τραβῶμε μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια, συρτὸν νὰ τὸν βγάλωμεν ἔξω, οὔτε θὰ φέρωμε τὴν ἀστυνομίαν. Ἡ ἔννοια εἶνε νὰ μὴ πηγαίνωμεν ἡμεῖς εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε νὰ καλῶμε τοὺς ἑτεροδόξους εἰς τοὺς ἰδικούς μας ναοὺς διὰ συμπροσευχήν.

- Τὸ ἠρώτησα διότι εἰς τὴν Μητρόπολιν Ἀθηνῶν σήμερον ὅπου ἐκκλησιάσθην διὰ κάποιαν ἐκδήλωσιν διὰ τὰ βραβεῖα τοῦ Ὠνάση, ἦτο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σαλβαδὸρ μαζὺ μὲ 3-4 Ἐπισκόπους, εἰς λίαν τιμητικὴν θέσιν. Τοῦ εἶχαν βάλει μίαν πολυθρόνα ἀπέναντι ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν. Αὐτὸ ἔχει σχέσιν μὲ τό...

- Βεβαίως, ἂν ἦτο μέσα εἰς τὴν Λειτουργίαν, καλὸν ἦτο, νὰ μὴ ἦτο. Τώρα εἰς τὰς ἐκδηλώσεις γενικῶς, τὰς ὁποίας κάνουμεν, ὄχι τώρα, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ παλαιά, μετέχουν καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, ὄχι διὰ λατρείαν, ἀλλὰ δι᾿ αὐτὴν τὴν τιμητικὴν ἐκδήλωσιν. Συνηθίζεται ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ξένων δογμάτων καὶ οἱ πρέσβεις νὰ καλῶνται εἰς τὴν δοξολογίαν τῆς πρώτης τοῦ ἔτους καὶ εἰς τὴν ἐθνικήν μας ἑορτήν, ἀπὸ τότε ποὺ καθιερώθη. Αὐτὸ δὲν ἔχει τὴν ἔννοιαν τῆς συμπροσευχῆς, ὄχι μόνον ὅσον ἀφορᾷ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τοὺς ἑτεροθρήσκους. Ἕνας Μωαμεθανὸς ἢ ἕνας Βουδδιστὴς πρέσβυς, τί θὰ ἔλθῃ; Νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν Χριστόν; Ὅπως μετὰ ὑπάγει εἰς τὴν παρέλασιν, ἔτσι ὑπάγει καὶ εἰς τὸν ναόν. Ἁπλῶς νὰ τιμήσῃ τὴν ἡμέραν ποὺ δι᾿ ἡμᾶς εἶνε εὔφημος. Ἐκεῖ δὲν ἔχει χαρακτῆρα συμπροσευχῆς. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀντὶ νὰ κάνωμεν εἰς κάποιαν αἴθουσαν αὐτὴν τὴν ἐκδήλωσιν, τὴν κάνουμεν εἰς τὸν ναόν· ἔρχεται ὡς ἐπίσημος προσκεκλημένος ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ συμμετάσχῃ εἰς τὴν χαρὰν τοῦ ἔθνους διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς παλιγγενεσίας. Δὲν μετέχει εἰς τὴν λατρείαν. Τὸ ἴδιον συνέβαινε καὶ συμβαίνει καὶ εἰς τὰς ἐνθρονίσεις καὶ εἰς τὰς κηδείας τῶν Ἀρχιεπισκόπων. Ὅταν ἐνθρονίζεται ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὅταν ἀποθνήσκῃ καὶ κηδεύεται, καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ξένων δογμάτων καὶ οἱ πρέσβεις μετέχουν ὡσὰν μίαν προσφορὰ τιμῆς εἰς τὴν ἐξόδιον Ἀκολουθίαν ἢ εἰς τὴν τελετὴν τῆς ἐνθρονίσεως καὶ ὄχι συμπροσευχόμενοι εἰς τὴν λατρείαν. Καὶ οἱ πρέσβεις οἱ ιδικοί μας εἰς μίαν ξένην χώραν θὰ ὑπάγουν εἰς μίαν ἑορτὴν τὴν ὁποίαν ἔχουν ἐκεῖνοι. Αὐτὸ δὲν εἶνε συμπροσευχή. Ἐξ ἄλλου δὲν τοὺς καλοῦμεν ἐμεῖς. Δὲν τοὺς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία· τοὺς καλεῖ τὸ Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν. Ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους ἑορτάζει τὸ ἐπίσημον Κράτος τὴν 1ην τοῦ νέου ἔτους, ἐπὶ παραδείγματι, εἶνε καὶ κάποια ἐκδήλωσις εἰς τὴν Μητρόπολιν. Λέγει: Ἐλᾶτε καὶ ἐσεῖς ἐκεῖ.

- Μά, Γέροντα, δὲν εἶνε μόνον ἐκδήλωσις τῆς πολιτείας.

- Δὲν κάνουν συμπροσευχήν. Διὰ λόγους ἐθιμοτυπικούς. Δὲν τοὺς καλεῖ διὰ νὰ συμπροσευχηθοῦν.

- Πέρυσι εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον εἰς τὴν τελετὴν τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ἦτο προσκεκλημένος ὁ Ὑπουργὸς Θρησκευμάτων τῶν Ἑβραίων. Δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Ἑβραῖος...

- προσηυχήθη, οὔτε τὸν καλέσαμε διὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὄχι. Αὐτὸ εἶνε μία ἐπίσημος πρόσκλησις διὰ κάποιαν ἐκδήλωσιν α΄ ἢ β΄, τὴν ὁποίαν κάνουμε. Ἄλλο συμπροσευχὴ καὶ ἄλλο ἁπλῆ συμπαράστασις. Νὰ μὴ τὸ δώσῃ ὁ Θεός, ἀλλὰ ἂν τινὸς ἀπὸ ἐσᾶς τὸ τέκνον γνωρίσῃ μίαν παπικὴν καὶ δὲν δέχεται ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ αὐτὴ νὰ γίνῃ Ὀρθόδοξος καὶ τὸ τέκνον πάλιν δὲν δέχεται νὰ ἀποτραβηχθῇ, καὶ γίνῃ ὁ γάμος, ὁ μεικτὸς ὁ λεγόμενος, καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Παπικός, ἐσεῖς, ἐφ᾿ ὅσον εἶνε τέκνον σας τί θὰ κάνετε; Θὰ ὑπάγετε καὶ εἰς τὸν Παπικὸν ναόν, ἀλλὰ δὲν θὰ προσευχηθῆτε. Θὰ ὑπάγετε ἁπλῶς διὰ νὰ παραστῆτε εἰς τὴν Ἀκολουθίαν ποὺ γίνεται διὰ τὴν παπικὴν κοπέλλαν. Ἐσεῖς θὰ προσευχηθῆτε εἰς τὸν γάμον τὸν Ὀρθόδοξον ποὺ θὰ γίνῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

- Γέροντα, πῶς βλέπετε τὴν συμπροσευχὴν τῆς Ἀσσίζης διὰ τὴν εἰρήνην;

- Αὐτά, παιδί μου, εἶνε λάθη, τὰ ὁποῖα κάνουν μεμονωμένοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν γίνει κατὰ καιροὺς πολλαὶ συμπροσευχαὶ ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, φίλων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ ἑτεροδόξους. Αὐτὸ εἶνε καταδικαστέον. Ἐπισήμως ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸ κάνει. Μεμονωμένοι ἐκπρόσωποι τὸ κάνουν. Δυστυχῶς. Κάκιστα.

- Γέροντα, τὸ νὰ παρευρίσκωνται εἰς τὴν ὥραν τῆς λατρείας μας ἑτερόδοξοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν γνωρίσουν, εἶνε κακόν;

- Ἐὰν γίνεται μὲ ἄδειαν τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι. Ἐὰν γίνεται μὲ πρωτοβουλίαν ἑνὸς ἀτόμου, εἶνε κακόν. Δὲν πρέπει νὰ γίνεται. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ αὐτό. Ἐὰν ἑτερόδοξοι θέλουν νὰ ἰδοῦν τὸ Τυπικόν μας, διότι ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἔχουν κάποιον ἐνδιαφέρον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν, αὐτοί, θὰ ἔλεγε κανείς, εἶνε ἕνα εἶδος προκατηχουμένων. Δὲν ἔχομε τὸν θεσμὸν αὐτό, διὰ τοῦτο εἶπα, κατὰ κάποιον τρόπον θὰ ἠμπορούσαμε νὰ τοὺς ἀποκαλέσωμε προκατηχουμένους. Ἂν ἔχωμεν ἀνθρώπους ποὺ λέγουν: «Ἔχω ἀρχίσει ὀλίγον νὰ ἐνδιαφέρωμαι διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Θὰ ἤθελα νὰ ἰδῶ τὴν λατρείαν σας», αὐτὸ μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ ἐπιτρέψῃ.

Ὅσοι μελετᾶτε τὴν ἱστορίαν θὰ τὸ γνωρίζετε: Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς Ῥωσσίας ἄρχισεν ἀκριβῶς ἀπὸ ἕνα τοιοῦτον περιστατικόν. Οἱ πρέσβεις τοῦ Τσάρου εἶχαν μεταβεῖ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν - εἰδωλολάτραι τότε ὅλοι οἱ Ῥῶσσοι - διὰ θέματα κρατικά. Καὶ περνῶντας ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν εἰσῆλθον μέσα. Ἡ Ἐκκλησία καὶ τότε εἶχε τοὺς Κανόνας ποὺ ἀπαγορεύουν τὸ νὰ συμπροσευχώμεθα μὲ ἑτεροδόξους, μὲ ἑτεροθρήσκους, πολὺ δὲ περισσότερον μὲ εἰδωλολάτρας. Ἀλλὰ δὲν εἶχεν εἰς τὴν εἴσοδον, οὔτε σήμερον ἔχομεν, οὔτε ποτὲ θὰ ἔχωμεν ἀστυνομικοὺς νὰ ζητοῦν ταὐτότητας. Εἶδαν τόσον κόσμον μέσα καὶ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοί. Καὶ τόσον τοὺς ἐγοήτευσεν ἡ λατρεία αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξος λατρεία, τὸ Τυπικόν μας τὸ λατρευτικόν, τόσον τοὺς κατέθελξε καὶ τοὺς ἐγοήτευσεν, ὥστε ἐνόμισαν, λέγουν οἱ ἱστορικοί, ὅτι εὑρίσκονται εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ῥωσσίαν καὶ εἶπαν τὸ τί εἶδαν, καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ῥώσσων. Ἀπὸ τὴν παρακολούθησιν τῆς λατρείας εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἐκ μέρους τῶν πρεσβευτῶν τοῦ Τσάρου. Ἄν, λοιπόν, ἡ Ἐκλησία δώσῃ τὴν ἄδειαν, μπορεῖ νὰ γίνῃ.

- Ἐπιτρέπεται εἰς ἕνα Χριστιανὸν νὰ εἰσέλθῃ ἐντὸς βουδδιστικοῦ τεμένους;

- Ἐὰν δὲν τὸ κάνῃ μὲ συνείδησιν ὅτι τιμᾶ καὶ προσκυνᾶ τὸν Βούδδαν, ἀλλὰ ἁπλῶς θέλει - μπορεῖ νὰ εἶνε καὶ ἀρχαιολόγος - νὰ πάρῃ κάποιαν ἰδέαν τοῦ τί γίνεται ἐκεῖ, δὲν βλάπτει. Ἐὰν ἔχῃ συνείδησιν ἀσθενῆ, δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνῃ. Ὅ,τι ἴσχυε μὲ τὰ εἰδωλόθυτα. Κατ᾿ ἀναλογίαν θὰ ἐφαρμοσθῇ ὁ ἴδιος κανών, τῶν εἰδωλοθύτων, τοῦ Παύλου.

- Γέροντα, πόσον κακὸν εἶνε νὰ ὑπάγῃ κανεὶς ἀπὸ περιέργειαν εἰς μίαν Πρετεσταντικὴν σύναξιν;

- Καλά, ἂν ὑπάγῃ καὶ καθίσῃ 2-3 λεπτὰ ἁπλῶς διὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸν Θεὸν διὰ τὴν λατρείαν τὴν ἰδικήν μας, αὐτὸ δὲν εἶνε ἁμαρτία. Ἀλλὰ ὄχι νὰ συμπροσευχηθῶμε. Ποτέ.

- Ἐδημοσιεύθη προσφάτως ἄποψίς τινος ὑψηλὰ ἱσταμένου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅταν κάποιος εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκην καὶ δὲν ἔχῃ κοντὰ κάποιον Ὀρθόδοξον ἱερέα, μπορεῖ νὰ κοινωνήσῃ καὶ μὲ τοὺς Παπικούς.

- Αὐτὸ εἶνε λάθος. Βεβαίως καὶ πειράζει. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν δὲν ὑπάρχουν μυστήρια. Μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὰ εἶνε οἰκουμενιστικὰ φρονήματα.

- Ἐγράφη ὅτι ὁ Προτεστάντης... συνηντήθη μὲ τὸν Πατριάρχην...

- Ἂν πρόκηται περὶ ἐπισκέψεων ἁβροφροσύνης, δὲν θὰ εἶχεν ἴσως κανεὶς ἀντίῤῥησιν. Ἐδῶ συναντιοῦνται ὁ Γκορμπατσὼφ μὲ τὸν Ῥῆγκαν καὶ ἂν συναντηθῇ καὶ ἕνας ἀρχηγὸς μιᾶς χριστιανικῆς ὁμολογίας - ὄχι ἐκκλησίας· ὁμολογίας - μὲ τὸν Πατριάρχην τὸν ἰδικόν μας καὶ ἀνταλλάξουν μίαν χειραψίαν, ἕνα ἀσπασμόν, δὲν ἐχάθη ὁ κόσμος. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ γίνεται εἶνε αἱ συμπροσευχαί, αἱ συλλειτουργίαι καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀπαγορεύουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Ὄχι μόνον μὲ τὸν Πάπαν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Σεϊχουλισλάμη, δηλαδὴ τὸν ἀρχηγὸν τῶν Μωαμεθανῶν· ἂν συναντηθῇ κάπου ὁ Πατριάρχης καὶ αὐτός, πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε, ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε καὶ ὁ Χριστὸς κατέβη καὶ δι᾿ αὐτὸν εἰς τὴν γῆν καὶ ἴσως αὔριον νὰ γίνῃ Χριστιανός, ἂς τὸν χαιρετήσῃ. Καὶ ἂν εἶνε καὶ καλὸς ἄνθρωπος καὶ εὐγενὴς καὶ φιλόφρων, ἂς ἀνταλλάξουν καὶ ἀσπασμόν. Δὲν θὰ μολυνθῇ ἀπὸ αὐτό. Ὁ Κύριος 'δέχθη τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα. Δὲν ἐμολύνθη ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα· ὁ Ἰούδας ἔγινε προδότης. Ἄλλο, λοιπόν, μία ἐπίσκεψις ἁβροφροσύνης καὶ ἄλλο ὑποχωρήσεις εἰς τὴν ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶνε ἀνεπίτρεπτοι. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ τὸ ὁποῖον γνωρίζουμε πόσον ἐμμένει εἰς τὴν παράδοσιν, πηγαίνουν Παπικοὶ καὶ ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι. Τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι φιλοφρόνως καὶ τοὺς χαιρετοῦν καὶ τοὺς τραπεζώνουν καὶ τοὺς κοιμίζουν. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ συμμετάσχουν εἰς τὰ μυστήρια καὶ εἰς τὴν λατρείαν. Δὲν θὰ τοὺ κλείσωμε τὴν θύραν τοῦ ἄλλου. Θεὸς φυλάξοι! Καὶ Μωαμεθανὸς νὰ ἔλθῃ καὶ Βουδδιστὴς νὰ ἔλθῃ, καὶ θὰ τὸν χαιρετήσωμε καὶ θὰ τὸν βάλωμε νὰ φάῃ καὶ θὰ τὸν βάλωμε νὰ κοιμηθῇ. Δὲν θὰ συμπροσευχηθῶμε μαζύ του. Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν λέγουν πουθενὰ νὰ μὴ βάλωμε νὰ φάῃ εἰς ἕνα ἄνθρωπον, ἂν δὲν εἶνε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Νὰ μὴ συμπροσευχώμεθα λέγουν. 

- Τὸ θέμα τοῦ διαλόγου ποὺ συνεχίζεται ἀκόμη...

- Αὐτὸ θὰ ἔλθῃ ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ θὰ συνεχίζεται ἀκόμη.

- Ἀπὸ ἀπόψεως ὀρθοδόξων βλάπτει αὐτό, ἀφοῦ δὲν κάνουν ὑποχωρήσεις. Λέγουν ὅτι εἶνε εὐκαιρία νὰ εἴπωμε τὰς ἀπόψεις μας.

- Ἂν δὲν κάνουν ὑποχωρήσεις, ἂς γίνεται. Ἀλλὰ ἂν κάνουν, βλάπτει. Διότι ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξον αἰσθητήριον τοῦ λαοῦ μας. Ἂν δὲν κάνουν ὑποχωρήσεις, ἂς ἀκούουν καὶ οἱ ἄλλοι τὰς ἀπόψεις μας.

- Κάποιος γέρων λέγει ὅτι. ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν βιβλία ποὺ ἐξηγοῦν τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνωνται διάλογοι.

- Ὑπάρχουν βιβλία, ἀλλὰ καὶ κάποιος διάλογος, κάποιος συμπνευματισμὸς δὲν εἶνε ἐξ ἀρχῆς κακὸς καὶ ἀποκρουστέος. Ἂν οἱ ἰδικοί μας καταθέτουν εἰς τοὺς διαλόγους τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δὲν προβαίνουν εἰς καμμιαν ὑποχώρησιν, αὐτὸς ὁ διάλογος εἶνε ὠφέλιμος. Καὶ ὄχι μόνον ὁ διάλογος, ἀλλὰ καὶ ἕνας γενικότερος συμπνευματισμός, διότι αὐτοὶ μὲ τὸν συμπνευματισμὸν βλέπουν καὶ τὴν νοοτροπίαν, τὴν ψυχολογίαν, τὴν πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν δὲν μποροῦν νὰ πάρουν μόνον ἀπὸ τὰ βιβλία. Ἡ Ῥωσσία ἠσπάσθη τὸν Χριστιανισμὸν ἀπὸ ἕνα κατὰ τὸ φαινόμενον τυχαῖον περιστατικόν. Κατὰ τὸ φαινόμενον τυχαῖον· βεβαίως ἦτο οἰκονομία Θεοῦ. Ὅταν εἶχε στείλει ὁ Ῥῶσσος ἡγεμὼν Βλαδίμηρος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπεσταλμένους διὰ νὰ διαπραγματευθοῦν κάποιο θέμα μὲ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, αὐτοὶ οἱ ἀπεσταλμένοι, ποὺ ἦσαν εἰδωλολάτραι, ἐπέρασαν εἰς ὥραν λειτουργίας ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν καὶ εἰσῆλθον ἐντός. Τόσον τοὺς ἐγοήτευσεν ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ ἐνόμισαν οτι εὑρέθησαν εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πατρίδα τους, τὰ εἶπαν αὐτὰ εἰς τὸν Βλαδίμηρον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησεν ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς Ῥωσσίας. Ὄχι ἀπὸ κάποιο βιβλίον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρουσίαν τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ῥωσσίας εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἐν ὥρᾳ λειτουργίας. Αὐτὸ τὸ περιστατικὸν ὑπῆρξεν ἡ ἀπαρχὴ τῆς προσελεύσεως τῶν Ῥώσσων εἰς τὸν Χριστιανισμόν. Καὶ σήμερον πολλοὶ εἰς τὴν Δύσιν, βλέποντας τὸν πλοῦτον καὶ τὸ μεγαλεῖον τὸ πνευματικὸν τῆς λατρείας τῆς ἰδικῆς μας, γίνονται ὀρθόδοξοι. Κάποιαν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἀκούγονταν ἀπὸ ἀπέναντι, ἀπὸ τοὺς Πεντηκοστιανούς, τὰ τραγουδάκια καὶ τὰ παλαμάκια τους - τότε ἐμεῖς ἀκόμη εἴχαμε τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς - σᾶς εἶπα: παιδιά, συγκρίνετε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, αὐτὴν τὴν λατρείαν, τὸ γιοῦπι γιοῦπι γιά, μὲ τὸ «θείῳ καλυφθεὶς ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ ἐῤῥητόρευσε τὸν θεόγραφον νόμον» (εἱρμὸς α΄ ᾠδῆς ἰαμβικοῦ Κανόνος τῆς Πεντηκοστῆς)· συγκρίνετε τὴν ἰδικήν μας τὴν λατρείαν μὲ αὐτὴν τὴν γελοιογραφίαν τῆς λατρείας ποὺ ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἵνα ἔχωμε μίαν ἐπίγνωσιν τῆς εὐνοίας τοῦ Θεοῦ. Νὰ εὐγνωμονῶμε τὸν Θεὸν καὶ διότι ἐγεννήθημεν ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ γονεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Καὶ διότι δὲν παρεσύρθημεν ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκύβαλα, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ξυλοκέρατα. Δὲν ἐφύγαμεν ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ πηγαίνωμε νὰ ἐσθίωμε τὰ ξυλοκέρατα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.

Λοιπόν, ὁ πλοῦτος τῆς λατρείας μας εἶνε ἱκανὸς νὰ συγκλονίσῃ πολλοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ἄν, λοιπόν, οἱ διάλογοι, ὁ συμπνευματισμὸς αὐτὸς γίνεται χωρὶς ὑποχωρήσεις εἰς ὅσα ὁρίζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες, δὲν βλάπτει. Ἄν, ὅμως, ἀρχίζουν αἱ συμπροσευχαὶ κ.λπ., ἐκεῖ ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξον αἰσθητήριον τοῦ λαοῦ μας καὶ γίνεται ζημία. 

- Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀκοῦμε συχνά: «Εἶνε Χιλιαστής. Μὴ πᾶς εἰς τὸ μαγαζί του», πῶς τὸ κρίνετε;

- Δὲν πρέπει νὰ ὑπάγωμεν κοντά του διὰ δύο λόγους. Πρῶτον διότι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐπηρεάσῃ αὐτὸς ἐμᾶς, ἂν δὲν εἴμεθα καλῶς κατηρτισμένοι εἰς τὰ ὀρθόδοξα. Καὶ δεύτερον, μὲ τὸ νὰ τὸν κρατῶμεν εἰς ἀπόστασιν, ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ τὸν κάνωμε νὰ συνέλθῃ.

Ὅσοι ἔρχονταν εἰς τὸν ἀββᾶν Λώτ, τοὺς ἔστελλε νὰ συναντήσουν καὶ τὸν ἀσθενῆ γέροντα τὸν ὁποῖον εἶχε πιὸ πέρα. Νὰ τοῦ κάνουν ὀλίγην παρέα. Αὐτὸς ἦτο Ὠριγενιστὴς καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένους. Ὑπάρχι κίνδυνος, λέγει, ἐπειδὴ τοὺς στέλλω καὶ τοὺς λέγει τοιαύτας διδασκαλίας, νὰ νομίσουν οἱ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον ὅτι καὶ ἐγὼ εἶμαι Ὠριγενιστής. Νὰ τὸν διώξῃ δὲν ἤθελεν, ἀλλὰ νὰ μὴ λέγῃ διδασκαλίας αἱρετικάς. «Καὶ ἂν θέλῃ διορθοῦται». Ἂν θέλῃ, λέγει, θὰ διορθωθῇ. «Εἰ δὲ μὴ θέλῃ διορθώσασθαι, ἀφ᾿ ἑαυτοῦ μέλλει παρακαλεῖν τοῦ ἀναχωρῆσαι ἐκ τοῦ τόπου». Μόνος του θὰ ζητήσῃ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον, ἂν δὲν θέλῃ νὰ διορθωθῇ. «Καὶ οὐκ ἀπὸ σοῦ γίνεται ἡ ἀφορμή»· καὶ δὲν θὰ εἶσαι ἐσὺ ἡ αἰτία νὰ φύγῃ. «Ἀπελθὼν οὐν ὁ ἀββᾶς ἐποίησεν οὕτως. Καὶ ὁ γέρων ὡς ἤκουσε ταῦτα, οὐκ ἤθελε διορθώσασθαι. Ἀλλ᾿ ἔβαλε παρακαλεῖν λέγων· Διὰ τὸν Κύριον πέμψατέ με ἐντεῦθεν ὅτι οὐ δύναμαι βαστάξαι τὴν ἔρημον. Καὶ Οὔτως ἀναστὰς ἐξῆλθε προπεμπόμενος μετ᾿ ἀγάπης». Ἀγάπην τοῦ ἔδειξαν, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν, τοῦ ἔδωσαν κρεβάτι νὰ ἀναπαυθῇ, διότι ἦτο ἄῤῥωστος, ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν ἀνεχθοῦν νὰ κηρύσσῃ αἱρετικὰς διδασκαλίας. Καὶ τὸν προέπεμψαν μὲ ἀγάπην, ὅταν μόνος του ἠθέλησε νὰ φύγῃ.

Ἀκόμη καὶ ὁ ἀφορισμὸς τὸν ὁποῖον κάνει ἡ Ἐκκλησία πρὸς τοὺς αἱρετικούς, καὶ αὐτὸς εἶνε μία ὑψίστη ἐκδήλωσις ἀγάπης, ὅσον καὶ ἂν φαίνεται εἰς ἐσᾶς παράδοξον. Καὶ πρὸς τὸν αἱρετικόν, ἀλλὰ κατ᾿ ἐξοχὴν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Θὰ ἰδῆτε πολλὰς φορὰς εἰς τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ γράφουν οἱ Πατέρες: «Ἐπιδακρύσαντες οὖν καὶ στενάξαντες ἐπὶ τῇ παντελεῖ τούτων ἀπωλείᾳ...» προβαίνομεν εἰς τὴν ἀπόφασιν. Ἐπιδακρύσαντες καὶ στενάξαντες διὰ τὴν ἀμετανοησίαν του, διὰ τὴν πώρωσίν του, προσπαθήσαμε νὰ τὸν κάνωμε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πλάνην, ἐστάθη ἀδύνατον, καὶ τώρα ἀλγοῦντες, μὲ βαρειὰν καρδίαν, μὲ ὀδύνην ψυχικὴν πολλήν, δὲν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἀποχωρίσωμεν αὐτὸ τὸ πρόβατον ἀπὸ τὴν μάνδραν διὰ νὰ μὴ μολύνῃ καὶ τὰ ἄλλα πρόβατα. Καὶ κάνοντας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἴσως τοῦ ἐπιφέρουμε κάποιον ψυχικὸν συγκλονισμόν - ἀφοῦ βλέπει ὅτι φεύγει, τὸν διώχνουμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν - μὲ ἀποτέλεσμα ἐνδεχομένως ἀργότερον νὰ μετανοήσῃ. Καίτοι ἡ μετάνοια τῶν αἱρεσιαρχῶν εἶνε πρᾶγμα πάρα πολὺ δύσκολον, διότι ἔχουν φθάσει εἰς τὴν ἀποκορύφωσιν τοῦ ἐγωισμοῦ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ νὰ βάλουν ἀπὸ τὴν μίαν μεριὰν τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην τὴν Ἐκκλησίαν. «Ἡ Ἐκκλησία λέγει αὐτό, ἐγὼ λέγω αὐτό»! Εἶνε πάρα πολὺ δύσκολον. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «Ὅσα ἁμαρτήματα τοῦ λογιστικοῦ τῆς ψυχῆς  ἅπτεται μέρους - τὰ ἁμαρτήματα τῶν αἱρέσεων δηλαδή - χαλεπώτερα παρὰ τῶν Πατέρων ἐκρίθη καὶ μείζονος καὶ διαρκεστέρας καὶ ἐπιπονωτέρας τῆς ἐπιστροφῆς ἄξια» (Κανὼν Β΄). Εἶνε πολὺ εὐκολώτερον νὰ μετανοήσῃ ἕνας βαρειὰ ἁμαρτωλός, ἕνας πόρνος, ἕνας μοιχός, ἕνας φονεύς, ἕνας λαθρέμπορος... , ἀπὸ τὸ νὰ μετανοήσῃ ἕνας αἱρεσιάρχης, ὄχι αἱρετικός, ὀπαδὸς κάποιας αἱρέσεως - αὐτὸ δὲν εἶνε τόσον δύσκολον - ἀλλὰ ἕνας αἱρεσιάρχης, ἕνας ποὺ ἔφτιαξεν αἵρεσιν ἰδικήν του καὶ ἀπέκτησεν ὀπαδούς· αὐτὸς ἔφθασεν εἰς τὴν ἀποκορύφωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγωισμοῦ καὶ εἶνε πάρα πολὺ δύσκολον νὰ μετανοήσῃ. Θὰ ἔλεγε κανεις: αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει πωρωθῆ. Πάντως καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία τὸ κάνει καὶ δι᾿ αὐτό. Ἂν ὑπάρχῃ κάποια ἐλπίς, νὰ συγκλονισθῇ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ νὰ ὁδηγηθῇ εἰς μετάνοιαν.

- Γέροντα, ἂν ἕνας ἀρτοποιὸς ἔχῃ ἐνοικιάσει οἴκημά του εἰς Χιλιαστὰς διὰ εὐκτήριον οἶκον, κάνει νὰ ψωνίζωμεν ἀπὸ τὸν φοῦρνόν του;

- Καλὸν εἶνε ὅσους ξέρουμεν ὅτι εἶνε ἐγνωσμένοι αἱρετικοὶ ἢ τοὺς διευκολύνουν, νὰ ἔχωμε μίαν ἀπόστασιν ἀπὸ αὐτούς. Καλὸν εἶνε. Καλὸν καὶ ἐπιβεβλημένον· ὄχι ἁπλῶς καλόν.



Ἐκ τοῦ βιβλίου:

Τρέφοντας τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ

Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Κωστὼφ

Ἐκδόσεις Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς

Ἔκδοσις Β΄

Σταμάτα 2017

Σελίδες 205-218

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

 ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ





       Εἶνε λάθος νὰ ζητοῦμε Γραφικὸν ἔρεισμα δι᾿ ὁτιδήποτε. Εἶνε λάθος. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ μεῖζον· ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶνε τὸ ἔλασσον, διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶνε στοιχεῖον τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία περιέχει καὶ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Οἱ Προτεστάνται ἐπέταξαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐκράτησαν τὴ Ἁγίαν Γραφήν. Αὐτὸ εἶνε ἕνα μεγάλον λάθος. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίδει τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἂν βγάλωμε τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν ἔχομεν Ἁγίαν Γραφήν. Ὁ ἐγγυητὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔδωσε τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐδιδάχθη ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν παρεδόθησαν αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἂν ὑποτεθῇ ὅτι χανόταν τὸ Εὐαγγέλιον, ἂν ὁ Θεὸς δὲν οἰκονομοῦσε νὰ σωθῇ μέχρι σήμερον, καὶ ἄφηνε τὴν Ἐκκλησίαν Του νὰ ἐζοῦσε, θὰ ἐσωζώμεθα. Ἂν ἔμενε τὸ Εὐαγγέλιον καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία... Αὐτὰ βεβαίως εἶνε ὑποθέσεις, διότι ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ χαθῇ τὸ ἔργον Του. Ἀλλοίμονον! Μίαν ὑπόθεσιν κάνουμεν. Ἂν εἶχαν τὸ Εὐαγγέλιον οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν εἶχαν τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν θὰ ἐσῴζοντο. Πῶς θὰ ἐσῴζοντο; Μὲ τί Μυστήρια; Θὰ ἐδιάβαζαν ἕνα ὡραῖον βιβλίον, μίαν ὡραίαν διδασκαλίαν. Ἡ χάρς τοῦ Θεοῦ πῶς θὰ διδόταν εἰς αὐτούς; Ποῦ τὸ βάπτισμα; Ποῦ ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία μᾶς καθιστᾶ συσσώμους μὲ τὸν Κύριόν μας; Ποῦ θὰ ἦσαν αὐτὰ τὰ πράγματα; Καὶ ἂν χανόταν τὸ Εὐαγγέλιον, ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶχε τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἀποστόλων, ὅπως τὴν εἶχε τὰς πρώτας δεκαετίας, κατὰ τὰς ὁποίας δὲν εἶχεν ἀκόμη γραφῆ τὸ Εὐαγγέλιον. Πρὶν γραφῆ τὸ Εὐαγγέλιον δὲν ὑπῆρχεν Ἐκκλησία; Δὲν ὑπῆρχε διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας; Καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι δὲν ἔγραφαν τίποτε οἱ Ἀπόστολοι, αὐτὰ τὰ ὁποῖα θὰ παρέδιδαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν θὰ ἀρκοῦσαν διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Ἡ Ἐκκλησία χωρὶς τὸ γραπτὸν κήρυγμα θὰ ἔσωζε. Τὸ γραπτὸν κήρυγμα χωρὶς τὴν Ἐκκλησίαν δὲν θὰ ἔσωζε. Δὲν ἠμποροῦμεν, λοιπόν, νὰ λέγωμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ κάτι ποὺ τὸ ἔχει εἰς τὴν ζωήν της ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνας: «φέρε μου Γραφικὸν ἔρεισμα». Τὸ ὅτι τὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ εἶνε Γραφικόν, μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι εἶνε μέσα εἰς τὸ πνεῦμα καὶ εἰς τὰς Παραδόσεις τῶν Ἀποστόλων τὰς ὁποίας παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία. Οἱ Προτεστάνται ἔλαβαν αὐτὸ τὸ ὁποῖον τοὺς ἔδωσεν ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐπέταξαν τὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὸ εἶνε ἀντίφασις. Ποῦ γνωρίζουμεν ὅτι αὐτὰ εἶνε τὰ βιβλία τῶν Ἀποστόλων; Ποῖος μᾶς ἐγγυᾶται; Ὑπάρχουν δεκάδες βιβλίων ψευδεπιγράφων. Ἔχομεν Εὐαγγέλια ψευδεπίγραφα. Ποῖος εἶνε ὁ ἀλάθητος ἐγγυητὴς ὅτι αὐτὸ εἶνε ψευδεπίγραφον καὶ αὐτὸ εἶνε κανονικόν; Ποῖος; Ἡ Ἐκκλησία. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δύναμιν νὰ διακρίνῃ τὰ ψευδεπίγραφα καὶ τὰ κανονικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς εἰπῇ τί εἶνε καὶ τί δὲν εἶνε σύμφωνον μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων; Ἢ μὲ συγκεκριμένας διδασκαλίας τὰς ὁποίας ἄφησαν οἱ Ἀπόστολοι, δεδομένου ὅτι ἕνα ἐλάχιστον μέρος κατεγράφη εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν; Εἶνε δὲ καὶ λανθασμένη ἡ ἄποψις ὅτι εἶνε πηγὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶνε δύο στοιχεῖα παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων. Πηγὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶνε ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου διὰ τῶν Ἀποστόλων ὅπως εἴτε κατεγράφη εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν εἴτε παρεδόθη ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶνε τὸ ἴδιον πρᾶγμα. Δὲν μποροῦμε, λοιπόν, νὰ ζητῶμε διὰ κάθε τι Γραφικὴν ἀπόδειξιν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἡ ἀπόδειξις. Ἐκτός, βεβαίως, διὰ κάτι ποὺ μᾶς τὸ φέρνει σήμερον κάποιος παπᾶς ἢ κάποιος Δεσπότης νὰ μᾶς τὸ βάλῃ. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἐρωτήσωμεν: Ποῦ τὸ ηὗρες, πάτερ μου; Διὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰώνας θὰ διερωτώμεθα ἂν ἔχουν Γραφικὸν στήριγμα; Αὐτὸ εἶνε προτεσταντικὸς τρόπος τοῦ σκέπτεσθε. Δι᾿ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους αὐτὸ εἶνε ἀπόβλητον τελείως. Ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ καταρτίζῃ τὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ νὰ μᾶς λέγῃ ποῖα εἶνε θεόπνευστα βιβλία καὶ ποῖα δὲν εἶνε, ἔχει πολλῷ μᾶλλον τὴν ἐξουσίαν νὰ μᾶς λέγῃ τί ἄλλο - ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ γραπτὰ - τῆς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐκείνη ποὺ δύναται τὸ μεῖζον, δύναται καὶ τὸ ἔλαττον. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ εἶνε ὁ φύλαξ αὐτῆς, εἶνε καὶ ὁ αὐθεντικὸς καὶ ὁ ἀλάθητος ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ ὄχι οἱ αἱρετικοί.

       Λέγουν οἱ αἱρετικοὶ ὅτι «ἐμεῖς ἔχομε μόνον τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ δὲν ἔχομε Παράδοσιν, ἐνῷ ἐσεῖς ἔχετε Παράδοσιν». Αὐτὸ εἶνε ψεῦδος. Ἔχουν καὶ παραέχουν Παράδοσιν. Μόνον ὅτι ἡ ἰδική τους Παράδοσις εἶνε ἐντάλματα ἀνθρώπων. Θὰ ἔχετε ἀκούσῃ ὅτι οἱ Προτεστάνται, ἐπὶ παραδείγματι, οἱ ὁποῖοι εἶνε καὶ πάρα πολλαὶ παραφυάδες, ὀνομάζονται ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν τους, Ζβιγγλιανοί, Λουθηρανοί, Καλβινισταί, κ.λπ.. Καὶ ἔχουν διαφωνίας μεταξύ τους· ἔχουν διαφοράς. Ἄλλα πιστεύουν οἱ Λουθηρανοί, ἄλλα οἱ Ζβιγγλιανοί, ἄλλα οἱ Καλβινισταὶ καὶ ἄλλαι πάρα πολλαὶ παραφυάδες, γύρω εἰς τὰς διακοσίας. Λοιπόν, τί σημαίνει ἐγὼ εἶμαι Ζβιγγλιανός, ἐγὼ εἶμαι Λουθηρανός, ἐγὼ εἶμαι Καλβινιστής; Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἐγὼ ἑρμηνεύω τὴν Ἁγία Γραφὴν κατὰ τὴν παράδοσιν, κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Καλβίνου, ὁ ἄλλος τοῦ Ζβιγγλίου... Αὐτὸ τί ἄλλο εἶνε παρὰ παράδοσις; Ὅπως ἡρμήνευσεν ὁ Καλβῖνος τὴν Γραφήν, ἔτσι τὴν ἑρμηνεύω καὶ ἐγώ. Δηλαδὴ ἀκολουθῶ τὴν Παράδοσιν τοῦ Καλβῖνου, τοῦ Ζβιγγλίου, τοῦ Λουθήρου, κ.ο.κ.. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶνε ὅτι τῶν μὲν ἡ παράδοσις ἀρχίζει τὸν 15ον, 16ον αἰῶνα - εἶνε ἐντάλματα ἀνθρώπων -, ἐνῷ ἡ ἰδική μας Παράδοσις, ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἱερὰ Παράδοσις, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Αἱ Παραδόσεις των εἶνε νεώτεραι. Δὲν ἔχουν τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν αὐθεντίαν τὰς ὁποίας ἔχουν αἱ ἰδικαί μας Παραδόσεις, ποὺ εἶνε Παραδόσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ποὺ διεδέχθησαν τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐκράτησαν τὰς Παραδόσεις καὶ τὰς διετήρησαν μέχρι σήμερον.

- Μά, Γέροντα, καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι μαχόμεθα μεταξύ μας.

- Ἐκεῖνοι, παιδί μου, ἔχουν δογματικὰς διαφοράς, ἐνῷ ἐμεῖς δὲν ἔχομε διαφορὰς εἰς τὰ δόγματα. Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ ἴδιον δόγμα ἔχομεν. Τὸ ἂν ἀντιμαχώμεθα διὰ ἐπὶ μέρους θέματα, αὐτὸ εἶνε ἐντὸς τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου. Καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν Ἀποστόλων ὑπῆρξαν διαφωνίαι. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διεφώνησε μὲ τὸν Βαρνάβαν, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον. Ὄχι ἐπὶ δογματικοῦ θέματος· ἐπὶ πρακτικοῦ. Ἐπὶ πρακτικῆς ἀντιμετωπίσεως: Θὰ δεχώμεθα τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς μὲ περιτομὴν ἢ ὄχι; Δὲν ἦτο δογματικὸν τὸ θέμα· ἦτο θέμα τακτικῆς. Εἰς τοιαῦτα θέματα διαφωνοῦμεν. Ἔχομε τὸ ἀνθρώπινον στοιχεῖον ὅλοι. Καὶ οἱ Ἅγιοι ἔχουν τὸ ἀνθρώπινον στοιχεῖον. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν ἔχομε δογματικὰς διαφοράς. Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχομε τὸ ἴδιον δόγμα. Καὶ ἐσὺ μὲ τὴν γυναῖκά σου καμμίαν φορὰν διαφωνεῖτε· καὶ μὲ τὰ παιδιά σου καὶ μὲ τοὺς γονεῖς σου διαφωνεῖτε. Δὲν παύετε, ὅμως, νὰ εἶσθε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δὲν παύετε νὰ εἶσθε σύζυγοι.

- Τί λέγετε ὡς πρὸς τὸ ἀλάθητον μιᾶς Συνόδου;

- Ἐπειδὴ τὸ ἀλάθητον εἶνε τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μία πρᾶξις Τοπικῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ μὴ εἶνε ὀρθή, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ τὸ δείξῃ ὁ χρόνος. Ἂν γίνῃ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν σύνολον Ἐκκλησίαν ἢ ὄχι. Μπορεῖ νὰ μὴ γίνῃ δεκτή, ὁπότε παραμερίζεται.

       Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ θέμα: Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνεὺς ὅλων αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Δι᾿ ἡμᾶς ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶνε κάτι τὸ ταμποὺ καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὴν ὑπάρχει σκότος καὶ πλάνη. Ὄχι! Μεγάλον λάθος.

       Ἐξ ἄλλου μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή, διατί δὲν τὰ ἔχουν οἱ Προτεστάνται σήμερον; Τὰς «ἀγάπας» διατί δὲν τὰς ἔχουν, ὅπως ἀκριβῶς τὰς εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι (Ἰούδα 12); Ἡ Ἐκκλησία πάλιν μᾶς εἶπε τί ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα εἶνε αἰώνιον καὶ τί καιρικόν. Τὴν Κυριακὴν ἀργίαν ποῦ τὴν ηὗραν οἱ Προτεστάνται; Ποῦ; Εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ἡ Κυριακὴ ἀργία. Ἡ Παράδοσις μᾶς τὴν ἐτήρησεν. Ἤδη ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ Φιλόσοφος καὶ Μάρτυς, μᾶς λέγει ὅτι τὴν Κυριακὴν ἐκαλοῦντο καὶ ἔκαναν τὴν κλάσιν τοῦ Ἄρτου. Μετά, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, ἄρχισε νὰ γίνεται ἀραιότερα. Ἔκαναν, βεβαίως, πολλὰς φορὰς καὶ καθημερινῶς. Ἀλλὰ κατὰ Κυριακὴν ἐκαλοῦντο ὅλοι οἱ πιστοὶ εἰς τὴν πόλιν μὲ τὸν Ἐπίσκοπον καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἱερεῖς τῆς περιοχῆς καὶ ἔκαναν μίαν Εὐχαριστίαν. Ποῦ εἶνε ἡ Κυριακὴ ἀργία καὶ ἡ λατρεία τῆς Κυριακῆς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην; Τὸ εἶπα κάποτε εἰς ἕνα Προτεστάντην. Εἰς τὸ τέλος ἠναγκάσθη νὰ ὁμολογήσῃ: - Ἀπὸ ἐσᾶς τὴν ἐλάβαμεν. - Ἔτσι μπράβο. Λάβετε καὶ μερικὰ ἄλλα ἀπὸ ἡμᾶς διὰ νὰ εἶσθε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν, λοιπόν, τὴν Κυριακὴν ἀργίαν, ἐνῷ ἀπὸ τὴν Καινὴν Διαθήκην δὲν βγαίνει πουθενὰ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης: «ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ... ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ» (Ἀποκάλυψις Α΄ 9-10). Ἀπὸ ποῦ βγαίνει, ὅμως, ὅτι ἡ Κυριακὴ εἶνε κατ᾿ ἐξοχὴν ἡμέρας τῆς λατρείας; Ἡ Ἐκκλησία τὴν καθιέρωσε. Βεβαίως στοιχῶντας εἰς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἀποστόλων. Εἶνε πράγματα τὰ ὁποῖα παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι. Σκεφθῆτε: τόσα χρόνια ποὺ ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι - ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης ἔφθασεν εἰς βαθύτατον γῆρας - πόσα πράγματα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τοὺς πιστοὺς τῆς ἐποχῆς τους; Εἰς τοὺς Ἐπισκόπους τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι εἶχαν χειροτονήσει;

       Ἡ Ἐκκλησία τρία πράγματα ἀντέταξεν εἰς τοὺς αἱρετικούς: τὴν Ἐπισκοπικὴν Διαδοχήν, τὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τὰ Σύμβολα. Αὐτὰ τὰ τρία ἀντέταξεν εἰς τοὺς αἱρετικούς. Λέγει: Τί ἔχετε ἐσεῖς νὰ μοῦ δείξετε ὅτι εἶσθε συνέχεια τῶν Ἀποστόλων; Ἐγὼ σᾶς ἀποδεικνύω τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχήν: Ὁ τάδε ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν τάδε, ὁ τάδε ἀπὸ τὸν τάδε... ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν Πέτρον, ἀπὸ τὸν Παῦλον, ἀπὸ τὸν Ἰωάννην, ἄρα ἔχω κατ᾿ εὐθείαν διαδοχὴν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ἔχω τὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης παραδεδομένον εἰς Ἐμέ, ὄχι εἰς ἐσᾶς - εἰς τὰς Ἐκκλησίας παρέδιδαν οἱ Ἀπόστολοι τὰς Ἐπιστολάς των. Καὶ ἕχω καὶ τὰ Σύμβολα, τὰ Βαπτιστικὰ Σύμβολα, τὰ ὁποῖα ἐκδίδονται ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, καὶ ἐδιδάχθην τὴν ἀληθινὴν πίστιν. Αὐτὰ τὰ τρία ὅπλα εἶχεν ἡ Ἐκκλησία ἐναντίον τῶν αἱρέσεων.

- Τί ἐννοεῖτε Σύμβολα;

- Τὴν ὁμολογίαν Πίστεως. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρχαν παλαιὰ μικρὰ Σύμβολα, τὰ ὁποῖα ἀπήγγελλαν οἱ βαπτιζόμενοι, καὶ τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ προήρχοντο ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐποχήν, εἶχαν μέσα τὴν ἀληθινὴν πίστιν τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Σήμερον, βεβαίως, ἐπειδὴ τὸ Σύμβολόν μας εἶνε αὐθεντικὸν ἀπὸ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον - τὴν Α΄ καὶ τὴν Β΄ - δὲν χρειάζεται νὰ φτιάξωμεν ἄλλα Σύμβολα. Τώρα ὁ βαπτιζόμενος ἀπαγγέλλει αὐτό· ἂν εἶνε νήπιον τὸ ἀπαγγέλλει ὁ ἀνάδοχος. Ἀλλὰ αἱ Ἐκκλησίαι τότε εἶχαν ἰδικά των σύμβολα μὲ μικροδιαφοράς, ἀλλὰ μὲ τὴν αὐτὴν πίστιν.


Τρέφοντας τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ

Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Κωστὼφ

Ἐκδόσεις Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς

Ἔκδοσις Β΄

Σταμάτα 2017

σ. 125-130

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΔΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ

 Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και γένι, κείμενο που λέει "Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δικαίος γεννήθηκε στην Πολοιανή Μεσσηνίας Φοίτησε στην Σχολή Δημητσάνας και 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία."


       Ἐὰν οἱ Κληρικοὶ οἱ ἀναμειχθέντες ἐνεργῶς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνας καὶ διαπράξαντες φόνους, ἐξηκολούθουν ἱερουργοῦντες, ἦσαν ἀνόσιοι!
        Οὐδεὶς φονεὺς δύναται νὰ ἱερουργῇ, ἔστω καὶ ἂν ὁ φόνος ὑπῆρξεν ἀκούσιος ἢ ἀναγκαῖος. Πᾶς Κληρικὸς δύναται νὰ λάβῃ ὅπλα καὶ νὰ πολεμήσῃ «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν» ὑπὸ μίαν προϋπόθεσιν: ὅτι προηγουμένως θὰ «κρεμάσῃ» τὸ ἐπιτραχήλιον αὐτοῦ!
 

       Περὶ δὲ τοῦ Παπαφλέσσα ἂς μὴ ὁμιλῶμεν... Ὑπῆρξε μὲν γενναία καὶ φλογερὰ ὕπαρξις , ἀλλ᾿ ἐμαστίζετο καὶ ὑπὸ φρικτῶν παθῶν, ὧν μέγιστα ἡ ἄκρατος φιλοδοξία καὶ ἡ ἀχαλίνωτος φιληδονία. Πολὺ πρὶν ἢ λάβῃ τὰ ὅπλα κατὰ τῶν Τούρκων ἔπρεπε νὰ ἔχῃ «κρεμάσῃ» τὸ ἐπιτραχήλιον αὐτοῦ, ἅτε πλειστάκις δουλεύσας εἰς ἀνόμους ἔρωτας... 
       Εἴθε τὸ αἷμα αὐτοῦ, αἷμα ἑκουσίου θυσίας, νὰ ἀπέπλυνεν αὐτὸν ἀπὸ παντὸς ῥύπου καὶ νὰ ἀνῆλθε λελουμένος καὶ καθαρὸς εἰς τὸ φοβερὸν Κριτήριον...



Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Μαρτίου 1974
Ἐπιστολὴ πρὸς κ. Μιχαὴλ Μιχαηλίδη ἐκ Λάρνακος Κύπρου

Ἐκ τοῦ βιβλίου:
Ἄρθρα, Μελέται, Ἐπιστολαί, τόμος Γ΄
Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου
Ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Κωστὼφ
Ἐκδόσεις Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς
Ἔκδοσις Α΄ Σταμάτα 2017

Σελίδες 186-187

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ ΕΝ ΚΥΡΙΑΚῌ;

Αποτέλεσμα εικόνας για γονυκλινως προσευχεσθαι



       Εἴδομεν προηγουμένως ὅτι κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν (τῆς Πεντηκοστῆς) ἀναφέρομεν πρὸς τὸν Θεὸν τὰς προσευχάς μας γονυκλινεῖς. Ἐπιτρέπεται τοῦτο; Ἐπιτρέπεται δηλαδὴ ἡ γονυκλισία κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς (ἤτοι τοῦ χρονικοῦ διαστήματος τῶν 50 ἡμερῶν ἀπὸ τοῦ Πάσχα μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας); Ὡς πρὸς τὴν σημερινὴν τελετὴν τῆς γονυκλισίας δὲν πρέπει νὰ λησμονῶμεν ὅτι αὕτη γίνεται ἐν τῷ Ἑσπερινῷ, ἡ δὲ ἡμέρα ἐκκλησιαστικῶς τελειώνει πρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ (κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τῆς Θ΄ Ὥρας) καὶ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸν ἀρχίζει ἡ ἑπομένη ἡμέρα. Συνεπῶς ἡ σημερινὴ γονυκλισία ἀνήκει εἰς τὴν αὔριον ἡμέραν, ποὺ εἶνε Δευτέρα. Ἄλλο τὸ ζήτημα ἂν ὁ Ἑσπερινὸς κατ᾿ οἰκονομίαν γίνεται τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς καὶ ὄχι τὸ ἀπόγευμα. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν θέμα ὡς πρὸς τὴν σημερινὴν γονυκλισίαν.
 

       Γενικώτερον ὅμως πρέπει νὰ μὴ ἀφήσωμεν ἀναπάντητον τὴν ἐρώτησιν αὐτήν. 
       Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ συγκεκριμένως ὁ 20ος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ 90ος τῆς Ἕκτης, ὁ 15ος τοῦ ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ 91ος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπαγορεύουν νὰ προσευχώμεθα γονυκλινεῖς τόσον κατὰ τὰς Κυριακὰς ὅλου τοῦ ἔτους, ὅσον καὶ κατὰ τὸ διάστημα τῶν 50 ἡμερῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου. Διὰ ποῖον λόγον; Προσευχόμεθα ὄρθιοι καὶ ὄχι γονατιστοὶ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τὸν Κανόνα του, «ὄχι μόνον διότι συνανέστημεν μὲ τὸν Χριστὸν καὶ ὀφείλομεν νὰ ζητῶμεν τὰ οὐράνια καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ ὑπενθυμίζωμεν εἰς τοὺς ἑαυτούς μας, μὲ τὴν ὀρθίαν ἐν τῇ προσευχῇ στάσιν μας, τὴν χάριν (τῆς ἀνορθώσεως καὶ λυτρώσεώς μας) ποὺ μᾶς ἔδωσεν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἀναστάσιμον ἡμέραν τῆς Κυριακῆς (διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου), ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς φαίνεται κάπως ὅτι εἶνε εἰκὼν τοῦ ἐλπιζομένου αἰῶνος,... ὅτι παριστᾷ τὴν μετὰ τὸν παρόντα χρόνον κατάστασιν, τὴν ἀτελεύτητον ἐκείνην ἡμέραν (τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν), τὴν μὴ ἔχουσαν ἑσπέραν, τὴν μὴ ἔχουσαν διαδοχήν, τὸν ἀδιάκοπον καὶ διαρκῆ αἰῶνα... Καὶ ὁλόκληρος δὲ ἡ περίοδος τῆς Πεντηκοστῆς (τῶν 50 ἡμερῶν) εἶνε ἐνθύμησις τῆς ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι προσδοκωμένης ἀναστάσεως... Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν τὸ ὄρθιον σχῆμα τῆς προσευχῆς νὰ προτιμῶμεν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε μὲ τὴν φανερὰν καὶ ἔμπρακτον αὐτὴν ὑπόμνησιν νὰ μᾶς μεταφέρουν, τρόπον τινά, τὸν νοῦν ἀπὸ τὰ παρόντα εἰς τὰ μέλλοντα. Καθ᾿ ἑκάστην δε γονυκλισίαν καὶ ἔγερσιν (ποὺ κάμνομεν τὰς ἄλλας ἡμέρας) φανερώνομεν, μὲ τὸν πρακτικὸν αὐτὸν τρόπον, ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας κατεπέσαμεν εἰς τὴν γῆν καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δημιουργοῦ μας ἐκλήθημεν πάλιν νὰ ὑψωθῶμεν εἰς τὸν οὐρανόν».
       Παρόμοια γράφονται καὶ ἐν τῷ ἔργῳ «Ἀποκρίσεις πρὸς Ὀρθοδόξους» (Ἐρώτησις - Ἀπόκρισις ριε΄), τὸ ὁποῖον ἀποδίδεται εἰς τὸν ἅγιον Μάρτυρα Ἰουστῖνον:
       «Ἐρώτησις: Ἀφοῦ τὸ νὰ προσευχώμεθα γονυπετεῖς μᾶς δίδει περισσοτέραν παῤῥησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ περισσότερον ἑλκύῃ τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν παρὰ τὸ νὰ προσευχώμεθα ὄρθιοι, διατί οἱ προσευχόμενοι δὲν γονυπετοῦν κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ κατὰ τὴν χρονικὴν περίοδον ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς; Ἀπὸ ποῦ δὲ εἰσῆλθεν ἡ συνήθειαν αὐτὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν;
       Ἀπόκρισις: Ἐπειδὴ ἦτο ἀνάγκη καὶ τὰ δύο νὰ ἐνθυμώμεθα πάντοτε, δηλαδὴ καὶ τὴν πτῶσίν μας εἰς τὰς ἁμαρτίας καὶ τὴν Χάριν τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία μᾶς ἐσήκωσεν ἀπὸ τὴν πτῶσίν μας, διὰ τοῦτο ἡ γονυκλισία ποὺ κάμνομεν κατὰ τὰς ἓξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος εἶνε σύμβολον τῆς πτώσεώς μας εἰς τὰς ἁμαρτίας· τὸ δὲ νὰ μὴ γονυπετῶμεν κατὰ τὰς Κυριακὰς εἶνε σύμβολον τῆς Ἀναστάσεως, διὰ τῆς ὁποίας, μὲ τὴν Χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἠλευθερώθημεν καὶ ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον, τὸν νικηθέντα καὶ νεκρωθέντα. Ἡ συνήθεια δὲ αὐτὴ ἔχει τὴν ἀρχήν της εἰς τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, ὡς βεβαιοῖ ὁ μακάριος Εἰρηναῖος, ὁ Μάρτυς καὶ Ἐπίσκοπος Λουγδούνου εἰς τὸν λόγον του «περὶ τοῦ Πάσχα», εἰς τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς (ἔχει δηλαδὴ ἀναστάσιμον χαρακτῆρα), δὲν γονυπετοῦμεν διὰ τὴν αἰτίαν ποὺ προείπομεν ἀνωτέρω περὶ αὐτῆς (τῆς Κυριακῆς)».
       Ἐπίσης παρόμοια γράφει καὶ ἡ «Ὁμολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» τοῦ Μητροφάνους Κριτοπούλου (κεφ. κδ΄): 

       «Περὶ τοῦ νὰ μὴ κλίνωμεν γόνυ κατὰ τὴν Κυριακὴν καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς. Οὔτε αὐτὴν τὴν παράδοσιν δύναταί τις νὰ ἀρνηθῇ ὅτι δὲν εἶνε ἀρχαιοτάτη. Διότι ἡ ἁγία πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐξέδωσε περὶ αὐτῆς Κανόνα, ὁ ὁποῖος διατάσσει ὅπως δι᾿ ὀρθίας στάσεως ἀναφέρουν τὰς προσευχάς των πρὸς τὸν Θεὸν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τόσον κατὰ τὰς Κυριακὰς ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους ὅσον καὶ καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶπεν αὐτὰ ἡ Σύνοδος ὄχι ὡς νομοθετοῦσα διὰ πρώτην φορὰν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα - διότι ἡ συνήθεια αὕτη ἦτο ἀρχαιοτέρα τῆς Συνόδου -, ἀλλὰ διὰ νὰ τερματίσῃ διαφόρους ἀμφιβολίας ποὺ εἶχαν τότε ἐγερθῆ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ καὶ νὰ ὁδηγήσῃ εἰς ὁμόνοιαν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν. Ὁ δὲ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ἄριστα ἐξήγησε καὶ τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν προσευχόμεθα ὄρθιοι κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς. Εἶπε δηλαδὴ ὅτι ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐσήκωσε καὶ ἔστησεν ὀρθίαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ἡ ὁποία διὰ τῆς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων εἶχε πλέον πέσει κάτω. Εἰς ἀνάμνησιν λοιπὸν αὐτῆς τῆς ἀνορθώσεως ἀναπέμπομεν, κατὰ τὰς ἀναστασίμους ἡμέρας, ἐν ὀρθίᾳ στάσει τὰς εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας καὶ λοιπὰς προσευχάς μας πρὸς τὸν ἀνορθώσαντα τὴν φύσιν μας. Τὸ αὐτὸ πράττομεν καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδὴ ὅλη ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι συνέχεια τοῦ Πάσχα καὶ λέγεται ἀναστάσιμος. Αὐτὰς τὰς παραδόσεις ὅλας τηροῦμεν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἕως σήμερον καὶ θὰ τηρήσωμεν καὶ εἰς τὸ μέλλον μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ...»
 

       Ὡς βλέπει ὅμως ὁ μετὰ προσοχῆς μελετῶν τὰ σχετικὰ κείμενα, τὸ θέμα αὐτῶν εἶνε περὶ τῆς στάσεως κατὰ τὴν προσευχήν. Ἀπαγορεύουν δηλαδὴ οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ γονυκλινῶς προσεύχεσθαι, δὲν ἀπαγορεύουν ὅμως καὶ τὴν ἁπλῆν ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΝ. Οὕτως ὁ 20ος Κανὼν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει: «Ἐπειδὴ τινές εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καὶ ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑπὲρ τοῦ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ φυλάττεσθαι, ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ Συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ». Ἐκ τῆς τελευταίας φράσεως («ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ Συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ») γίνεται κατάδηλος ἡ ἔννοια τῆς προηγηθείσης φράσεως «γόνυ κλίνοντες»· ἔκλινον γόνυ ὄχι πρὸς ἁπλῆν προσκύνησιν, ἀλλὰ πρὸς «ἀπόδοσιν τῶν εὐχῶν τῷ Θεῷ», ἤτοι πρὸς προσευχήν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀπαγορεύει ἡ Σύνοδος καὶ ὁρίζει ὅπως ὄχι γονυκλινεῖς, ἀλλ᾿ ἐν ὀρθίᾳ στάσει («ἑστῶτες») ἀναφέρωμεν «τὰς εὐχὰς τῷ Θεῷ».
       Τὰ αὐτὰ διαλαμβάνει καὶ ὁ 90ος τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «... μετὰ τὴν ἐν τῷ Σαββάτῳ ἑσπερινὴν τῶν ἱερωμένων πρὸς τὸ Θυσιαστήριον εἴσοδον (σημ.: δηλαδὴ μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρόν...» τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου), κατὰ τὸ κρατοῦν ἔθος μηδένα γόνυ κλίνειν μέχρι τῆς ἐφεξῆς κατὰ τὴν Κυριακὴν ἑσπέρας. Καθ᾿ ἣν μετὰ τὴν ἐν τῷ λυχνικῷ εἴσοδον (σημ.: δηλαδὴ μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρόν...» τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς), αὖθις τὰ γόνατα κάμπτοντες, οὕτω τὰς εὐχὰς τῷ Κυρίῳ προσάγομεν». Ἡ τελευταία πάλιν φράσις («τὰ γόνατα κάμπτοντες, οὕτω τὰς εὐχὰς τῷ Κυρίῳ προσάγομεν») μαρτυρεῖ σαφῶς περὶ τοῦ νοήματος τῆς ἀπαγορεύσεως «μηδένα γόνυ κλίνειν»· νὰ μὴ κλίνῃ μηδεὶς γόνυ διὰ νὰ «προσάγῃ τὰς εὐχὰς τῷ Κυρίῳ», ἤτοι διὰ νὰ προσευχηθῇ, ὄχι ἁπλῶς διὰ νὰ προσκυνήσῃ.
       Καὶ ὁ 91ος Κανὼν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εὑρίσκεται ἐν ἀπολύτῳ συμφωνίᾳ πρὸς τοὺς ἀνωτέρω Κανόνας: «Καὶ ὀρθοὶ μὲν ποιοῦμεν τὰς εὐχὰς ἐν τῇ μιᾷ τοῦ Σαββάτου (δηλαδὴ τῇ Κυριακῇ)..., ἐν τῇ ἀναστασίμῳ ἡμέρᾳ τῆς δεδομένης ἡμῖν χάριτος, διὰ τῆς κατὰ τὴν προσευχὴν στάσεως, ἑαυτοὺς ὑπομιμνήσκομεν... Ἀναγκαίως οὖν τὰς ἐν αὐτῇ (τῇ Κυριακῇ) προσευχὰς ἑστῶτας ἀποπληροῦν τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἡ Ἐκκλησία παιδεύει... Καὶ πᾶσα δὲ ἡ Πεντηκοστή... ἐν ἧ τὸ ὄρθιον σχῆμα τῆς προσευχῆς προτιμᾶν οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἡμᾶς ἐξεπαίδευσαν...», κ.λπ., κ.λπ..
       Ὥστε ὁ λόγος περὶ προσευχῆς, ὄχι περὶ ἁπλῆς προσκυνήσεως. Ἀπαγορεύεται ἡ γονυκλινὴς στάσις κατὰ τὴν προσευχήν, δὲν ἀπαγορεύεται ὅμως ἡ προσκύνησις. Ἂν δηλαδὴ αἰφνιδίως ἐνεφανίζετο ἐνώπιόν μας ὁ Κύριος ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, εἶνε πλέον ἢ βέβαιον ὅτι δὲν θὰ ἐμένομεν ὄρθιοι· ἀντιθέτως θὰ ἐπίπτομεν, εἰς προσκύνησίν Του, πρηνεῖς πρὸ τῶν ποδῶν Του, χωρὶς οὐδαμῶς νὰ ἀσεβήσωμεν πρὸς τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας. Οὕτω πως καὶ ἄν, κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, ἀποφύγωμεν μὲν νὰ προσευχηθῶμεν γονυπετῶς, ἀρκεσθῶμεν δὲ εἰς προσκύνησιν (εἴτε διὰ βαθείας ὑποκλίσεως εἴτε διὰ προσπτώσεως) τῶν καθαγιασθέντων Τιμίων Δώρων, δὲν παραβαίνομεν τὰς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπάρχουν Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀναγινώσκουν ὄρθιοι τὴν Εὐχὴν τοῦ καθαγιασμοῦ καί, ἀφοῦ εὐλογήσουν τὰ Τίμια Δῶρα, πίπτουν εἰς τὰ γόνατα καὶ κλίνουν καὶ τὴν κεφαλὴν μέχρι τοῦ ἐδάφους διὰ νὰ προσκυνήσουν λατρευτικῶς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου· ἀκολούθως ἐγείρονται καὶ συνεχίζουν ὄρθιοι τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Εὐχῆς. Αὐτὸς ὁ τρόπος καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀθετεῖ καὶ μίαν βαθεῖαν ψυχικὴν ἀνάγκην ἱκανοποιεῖ· τὴν ἀνάγκην δηλαδὴ τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως τοῦ ἐνώπιόν μας ἤδη εὑρισκομένου, ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, Βασιλέως καὶ Σωτῆρός μας.
 

       Ὅτι δὲ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἀπαγορεύει ΚΑΙ τὴν προσκύνησιν, ἀλλὰ ΜΟΝΟΝ τὸ γονυκλινῶς προσεύχεσθαι, κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς, πείθει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι διὰ τῶν ὕμνων της μᾶς καλεῖ εἰς προσκύνησιν τοῦ Κυρίου μας. Οὕτω π.χ. κατὰ τὴν Μικρὰν Εἴσοδον ψάλλομεν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ...», (Προσπίπτω σημαίνει πίπτω εἰς τοὺς πόδας τινός, πίπτω κάτω, ἄρα κάμπτω τὰ γόνατα). Ἐπίσης εἰς τροπάρια ψαλλόμενα κατὰ τὰς Κυριακὰς λέγομεν: «...Σοὶ προσπίπτομεν τῷ Ἀναστάντι ἐκ τάφου...» (Κάθισμα τοῦ α΄ ἤχου), «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τὸν μόνον ἀναμάρτητον...» (Μετὰ τὸ ἑωθινὸν Εὐαγγέλιον), κ.λπ., κ.λπ.. Ἐπανειλημμένως δέ, κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, οἱ Ἱερεῖς «ποιοῦσι μετανοίας», ἤτοι προσκυνήματα, πρὸ τῆς ἁγίας Τραπέζης καὶ τῆς ἱερᾶς Προθέσεως.
 

       Θὰ εἴπῃ τις ἴσως ὅτι ἡ προσκύνησις δὲν σημαίνει πάντοτε τὴν πρόσπτωσιν· σημαίνει κάποτε καὶ τὴν βαθεῖαν ὑπόκλισιν τοῦ σώματος. Σύμφωνοι. Ἀλλὰ καὶ ἡ βαθεῖα ὑπόκλισις δὲν εἶνε ὀρθία στάσις! Εἶνε ἑπομένως καὶ ἐκ τούτου προφανὲς ὅτι ἡ ὀρθία στάσις, τὸ «ὄρθιον σχῆμα», τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ἀναφέρεται μόνον εἰς τὴν προσευχὴν καὶ ὄχι εἰς τὰς στιγμιαίας προσκυνήσεις.
       Ἂς μὴ λησμονῶμεν ἀκόμη ὅτι, κατὰ ῥητὴν ἐπιταγὴν τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ χειροτονούμενοι Κληρικοὶ γονυπετεῖς χειροτονοῦνται, ἔστω καὶ ἂν ἡ χειροτονία των γίνῃ κατ᾿ αὐτὴν ταύτην τὴν ἡμέραν τοῦ ἁγίου Πάσχα. Γονυπετοῦν ὅμως ὄχι διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν ἀθάνατον Βασιλέα, τὸν Παράκλητον, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Ὁποῖον θὰ τοὺς ἐπισκιάσῃ καὶ θὰ ἀποθέσῃ εἰς τὴν πηλίνην ὕπαρξίν των τὸ οὐράνιον χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης.
       Τέλος δὲ καὶ ὁ 19ος Κανὼν τοῦ ἁγίου Νικηφόρου λέγει: «Χρὴ χάριν ἀσπασμοῦ γόνυ κλίνειν ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ Πεντηκοστῇ, οὐ μὴν τὰς ἐξ ἔθους γονυκλισίας ποιεῖν». Δηλαδή: Πρέπει χάριν χαιρετισμοῦ (καὶ ἡ προσκύνησις εἶνε εἶδος χαιρετισμοῦ· χαιρετισμοῦ πρὸς ἀνωτέρους) νὰ κλίνωμεν γόνυ κατὰ τὴν Κυριακὴν καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς, δὲν πρέπει ὅμως νὰ κάμνωμεν τὰς συνήθεις γονυκλισίας. Ἑρμηνεύων δὲ τὸν ἀνωτέρω Κανόνα ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει: «Αἱ μὲν συνήθεις γονυκλισίαι εἶνε ἐκεῖναι ὅπου γίνονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν τεσσαρακοστήν, αἱ ὁποῖαι εἶνε ἐμποδισμέναι νὰ μὴ γίνωνται ἐν Κυριακῇ, ὡς δηλωτικαὶ τῆς εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θάνατον πτώσεως. Αἱ δὲ χάριν ἀσπασμοῦ γινόμεναι, ὁποῖαι εἶνε ἐκεῖναι αἱ μετάνοιαι ὅπου βάλλουν οἱ ἀναγνῶσται εἰς τοὺς χοροὺς ἢ οἱ ἱερεῖς εἰς τὸν ἡγούμενον καὶ ἀρχιερέα φιλοῦντες τὰς χεῖρας αὐτῶν, αὗται, ὡς μὴ δηλωτικαὶ οὖσαι τοιούτου μυστηρίου, γίνονται καὶ ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν τῇ Πεντηκοστῇ».
 

       Ὥστε: Ἀπαγορεύεται μὲν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ νὰ προσευχώμεθα γονυκλινεῖς κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς ἢ νὰ κάμνωμεν τὰς συνήθεις γονυκλισίας (μετανοίας), ὄχι ὅμως καὶ τὸ νὰ κλίνωμεν βαθέως τὸ σῶμα ἢ καὶ νὰ πίπτωμεν ἐπὶ τῶν γονάτων (ἢ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους) διὰ προσκύνησιν. Ἐπαναλαμβάνω: διὰ προσκύνησιν, ὄχι διὰ προσευχήν, ὄχι δι᾿ ἀπαγγελίαν Εὐχῶν κ.τ.τ.. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης γράφει ὀρθότατα: «Σημείωσε δὲ ὅτι ὁ παρὼν Κανὼν (20ος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τὴν γονυκλισίαν ἐν Κυριακῇ), δὲν λέγει διὰ τὰς γονυκλισίας, τὰς παρ᾿ ἡμῶν κοινότερον ὀνομαζομένας μεγάλας μετανοίας, αἵτινες καὶ προσπτώσεις κυρίως ὀνομάζονται,... ἀλλὰ διὰ τὴν γονυκλισίαν, καθ᾿ ἣν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατα κείμενοι προσευχόμεθα, ὅ,τι λογῆς δηλαδὴ κάμνομεν κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς». 
(Πηδάλιον, ἔκδοσις β΄, Ἐν Ἀθήναις 1841, σελ. 84-84).
 

       Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς γονυκλισίας κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν πρέπει νὰ γονατίζωμεν διὰ νὰ προσευχώμεθα, δυνάμεθα ὅμως (δὲν λέγω ὀφείλομεν) νὰ γονατίσωμεν ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ προσκυνήσωμεν λατρευτικῶς μὲν τὰ Τίμια Δῶρα, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, τιμητικῶς δὲ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τὰς ἱερὰς Εἰκόνας, κ.λπ..




Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου
Περίοδος Πεντηκοσταρίου, Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ἔτος 2
Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος
Ἔκδοσις Ϛ΄, Ἀθῆναι 2003
(Δεκέμβριος 1972)
Σελίδες 88-98

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΠΤΩΣΙΣ ΕΙΔΩΛΩΝ


        Αποτέλεσμα εικόνας για κωστής παλαμάς




       Τίς ὁ ἀληθῶς μέγας; Ἰδοὺ ἐρώτημα δυνάμενον νὰ προκαλέσῃ πλῆθος ἀπαντήσεων. Μέγας εἶνε ὁ ἔχων ἀξιώματα καὶ ἐξουσίαν, θὰ ἀπαντήσῃ τις. Μέγας εἶνε ὁ ἔχων πλοῦτον πολύν, θὰ ἀπαντήσῃ ἕτερος. Μέγας εἶνε ὁ ἔχων γνώσεις καὶ σοφίαν, θὰ ἀπαντήσῃ τρίτος. Μέγας εἶνε ὁ ἔχων φήμην καὶ δόξαν, θὰ ἀπαντήσῃ τέταρτος. Ἐὰν δὲ ζητήσωμεν συγκεκριμένων προσώπων ὑποδείξεις, θὰ ἴδωμεν νοερῶς παρελαύνοντας ἐνώπιον ἡμῶν, πολιτικούς, στρατηγούς, μεγαλοβιομηχάνους, σοφούς, λογοτέχνας, ζωγράφους, ἠθοποιούς, χορευτάς, ἀοιδούς, ἀθλητάς...
       Εἶνε ὅμως ἆρά γε οὗτοι ἀληθῶς μεγάλοι; Ἀπαντῶμεν ἀδιστάκτως: Ὄχι! Οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ δόξα, οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἄλλο τι τῶν τοιούτων καθίστησι τὸν ἄνθρωπον μέγαν. Ἀλλὰ τί τότε; Μόνη ἡ ἀρετή! Πᾶς δουλεύων εἰς τὰ πάθη, πᾶς τῆς ἀρετῆς μὴ ἰσχυρῶς ἀντεχόμενος, κἂν λαῶν ἄρχῃ, κἂν στρατιὰς ἀντιπάλων φυγαδεύῃ, κἂν βιβλία σοφὰ καὶ πολύκροτα συγγράφῃ, κἂν ἀνακαλύψεις καὶ ἐφευρέσεις σπουδαίας ποιῆται, κἂν διὰ φυσικὰ ἢ ἐπίκτητα προσόντα θαυμάζηται παρὰ τοῦ πλήθους καὶ τιμῶν ἀπολαύῃ πολλῶν, εἶνε μικρός! Καὶ μόνον μικρός; Εἶνε ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος καὶ ἄξιος δακρύων.


       Ἀφορμὴ τῶν ἀνωτέρω σκέψεων ὑπῆρξε μία πρόσφατος ἔκδοσις βιβλίου. «Γράμματα στὴ Ῥαχὴλ» τιτλοφορεῖται καὶ ἐκ τοῦ καλάμου τοῦ ποιητοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ προέρχεται. Τὸ βιβλίον αὐτὸ εἶνε καταλυτικόν. Διαλύει θρύλους καὶ καταῤῥίπτει εἴδωλα. Ὁποία ὀδυνηρὰ ἔκπληξις διὰ τοὺς θρυλοποιοὺς καὶ τοὺς εἰδωλολάτρας!...
       Ὑστερία εἶχε καταλάβει πολλούς, καὶ μάλιστα διανοουμένους, διὰ τὸν Κωστῆ Παλαμᾶν. «Ταμποὺ» εἶχεν οὗτος ἀποβῆ... Εὐεξήγητος λοιπὸν ἡ θλῖψις καὶ ἡ ὀργὴ αὐτῶν διὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια...

       «Ξέραμε ὡς τώρα ἕναν Παλαμᾶ μεγαλόπνευστο, μεγαλοφυῆ, ὑψιβρεμέτη καὶ νάσου τώρα μᾶς τὸν ξεγυμνώνουν - τόσα χρόνια μετὰ θάνατον - καὶ μᾶς τὸν ἀποκαλύπτουν φεῦ!... σὰν ἕνα ξεμωραμένο γεροντάκι ποὺ μέρα καὶ νύκτα δὲν ἔκανε ἄλλο παρὰ νὰ γράφῃ παθιασμένες ἐρωτικὲς ἐπιστολὲς σὲ νεαρὰ κορίτσια, ἄξιες κακογράφου μαθητῆ τοῦ γυμνασίου ποὺ φλέγεται ἀπὸ ἐρωτικὸ παραλήρημα!», ὀλοφύρεται ὁ κ. Δημήτρης Ψαθᾶς εἰς τὰ «Νέα» τῆς 13ης Φεβρουαρίου. Καὶ συνεχίζει τόν... θρῆνον: «Διαλύθηκε ὁ θρῦλος, μὲ τὶς γεροντικὲς ἀδυναμίες τοῦ σεβάσμιου ποιητῆ (σημ.: πράγματι, πολὺ σεβάσμιος ἦτο!) ποὺ οἱ ἐκδότες θεώρησαν ὑποχρέωσή τους νὰ βγάλουν στὸ σεργιάνι σὰν προσφορὰ ἴσως στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου. Στὴ θύμισή μου ὁ Παλαμᾶς ἔμεινε τόσο ἐντυπωσιακὸς σὰν μιὰ θεότητα... Ἔμεινα μὲ τὴν συγκλονιστικὴν ἐκείνην ἐντύπωσιν ποὺ μοῦ εἶχε κάνει ἡ προσωπικότητά του καὶ ποὺ ἦταν ἀπολύτως σύμφωνη μὲ τὴν ποίησή του: Ἕνα εἶδος θεότητας, ποὺ μοῦ προκαλοῦσε θαυμασμὸ καὶ δέος (σημ.: ὄχι, παίζομεν!) ὅσες φορὲς τὸν ἔβλεπα στὸ δρόμο νὰ τραβᾶ σκυφτός, κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὰ φρύδια του (σημ.: κυπαρίσσια ἦσαν αὐτὰ τὰ φρύδια;) πρὸς τὸ Πανεπιστήμιο. Καὶ αὐτόν, λοιπόν, τὸν ὑπερκόσμιο (σημ.: ὅστις ὅμως ἀπεδείχθη πολὺ γήινος...) ἔρχονται τώρα νὰ τὸν ξεπουπουλήσουν οἱ ἀνατόμοι τῆς ζωῆς του, τῇ εὐγενεῖ συμπράξει, βέβαια, τῶν κυριῶν ποὺ παίρνανε τὰ φλογερὰ ἐρωτικά του γράμματα καὶ τὰ φύλαγαν γιὰ νὰ τὰ δώσουν κάποτε στὴ δημοσιότητα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλέσουν τὴ θυμηδία τοῦ κοινοῦ εἰς βάρος τοῦ ἐρωτευμένου πρεσβύτη... Λυπήθηκα τὰ μέγιστα γιὰ τὸ μεταθανάτιο διασυρμὸ ἑνὸς πανελλήνια σεβάσμιου κι᾿ ἀγαπητοῦ μεγάλου ποιητῆ, ποὺ ξεμωραμένος πιὰ - στὰ ἑβδομῆντα ἢ καὶ στὰ ὀγδόντα του - ἔγραφε σὲ μιὰ εἰκοσάχρονη φυματικὴ γυναῖκα: «Ἤθελα, ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω μὲ τὴν ὑγεία σου, νὰ ζήσω μὲ τὴν ἀῤῥώστια σου καὶ νὰ τὴν πιῶ στὸ ποτῆρι, ν᾿ ἀῤῥωστήσω κι᾿ ἐγὼ μαζί σου... Σ᾿ ἀγαπῶ!... Ἢ καλύτερα: Σ᾿ ἀγαΠΑΩ!... Πεθαίνω γιὰ σένα ...». Σ᾿ ἑφτὰ γυναῖκες ἔγραφε συγχρόνως (σημ.: μὴ βασκαθῇ!) ὁ σεβάσμιος γέροντας (σημ.: πρὸ παντός, σεβάσμιος!...) καὶ τώρα μιὰ-μιά, ῥαμολιρισμένες κι᾿ οἱ ἴδιες, τὶς παραδίδουν ἀδίστακτα στὴ δημοσιότητα γιὰ νὰ συμβάλουν τάχα στὴν ἔρευνα τῆς προσωπικότητας τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ στὴν οὐσία - σίγουρα - γιὰ νὰ κολακέψουν τὸ γεροντικὸ ναρκισσισμό τους. Μαγγούρα ποὺ θ᾿ ἄρπαζε ὁ ταλαίπωρος, ἂν ζοῦσε, γιὰ νὰ κυνηγήσῃ τὰ ἰνδάλματά του! (Σημ.: Ἀλλ᾿ ἂν ἤρπαζον καὶ ἐκεῖναι; Ἑπτὰ γάρ!...). Ἀλλὰ ἀφοῦ δὲν ζῇ ὁ ἴδιος, δὲν βρίσκονται, τουλάχιστο, ἄνθρωποι στὸν τόπο μας, ποὺ ἀγάπησαν ἀληθινὰ τὸν ποιητή, ὥστε νὰ προστατέψουν τὴν μνήμη του ἀπὸ τέτοια ἀποκαλυπτήρια; Εῑναι γνωστὸ ὅτι κάποια ποιήτρια ποὺ βρισκόταν σ᾿ ἐπαφὴ μαζί του κατέχει... τριακόσια γράμματα (σημ.: ὁποία συγγραφικὴ γονιμότης!...) γεροντικοῦ ἐρωτικοῦ παραληρήματος... Προτείνω νὰ γίνῃ ἕνας Σύλλογος Προστασίας τῆς μνήμης τοῦ Παλαμᾶ (σημ.: λαμπρὰ ἰδέα!) γιὰ νὰ σταματήσῃ αὐτὸς ὁ μεταθανάτιος διασυρμός».

 

       Παρόμοια ἔγραψαν καί τινες ἄλλοι. Ἀλλ᾿ ὦ καλοί μου ἄνθρωποι, ὑμεῖς δὲν μυρικάζετε ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τὴν ῥῆσιν τοῦ... μεγάλου πάλιν Γκαῖτε: «Φῶς! Περισσότερον Φῶς!»; Διατί νῦν θέλετε σκότος καὶ ἀξιοῖτε παραπετάσματα; Ὁμολογεῖτε λοιπὸν ὅτι αἱ θεότητες ὑμῶν μόνον ἐν τῷ ζόφῳ ἔχουσιν ἐλπίδα ἐπιβιώσεως; Κήρινα εἶνε τὰ εἴδωλα ὑμῶν, ὥστε νὰ τήκωνται ἐκ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου; Ἀσπάλακας λοιπὸν καὶ νυκτερίδας ἐλατρεύσατε;
       Ὤ! Πόσον ἀληθὴς εἶνε ἡ αἰώνιος καὶ ἀθάνατος καὶ θεόλεκτος ἐκείνη φωνή: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς...».
       Κόσμε ταλαίπωρε! Πόσον εἶσαι ἀντινομικός, πόσον ἀσυνεπής, πόσον ἀπαίσιος, πόσον παράλογος, πόσον διεστραμμένος!... Ὅτε, πρὸ ἐτῶν, ὁ σατανόπληκτος Καζαντζάκης ἐνεφάνιζεν, ἀντλῶν οὐχὶ ἐκ τῆς πραγματικότητος, ἀλλ᾿ ἀποκλειστικῶς ἐκ τῆς βορβορώδους αὐτοῦ φαντασίας, αὐτὸν τὸν Κύριον Ἰησοῦν ὡς ἐρωτόληπτον, σύμπας ὁ χορὸς τῶν νεοειδωλολατρῶν ἔπλεκεν οὐρανομήκη ἐγκώμια εἰς τὸν «φουμιστὸν» συγγραφέα. Σήμερον ὅμως, ὁπότε ἄλλοι ἐμφανίζουσι, βάσει τῆς βοώσης πραγματικότητος, ὡς τοιοῦτον τὸν Παλαμᾶν, ὁ χορὸς τῶν νεοειδωλολατρῶν θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται καὶ καταρᾶται τοὺς ἐνόχους!... Ὅταν λοιπὸν γράφῃς ὅτι ὁ Ἄμεμπτος Βασιλεὺς τῶν Ἀγγέλων εἶχε περιπαθεῖς καὶ χυδαίους ἔρωτας, εἶσαι μέγας συγγραφεύς, ἄξιος τοῦ Ἔθνους σου, ἱκανὸς νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὰ μαθητικὰ Ἀναγνωσματάρια πρὸς καθοδήγησιν τῶν νέων. Ὅταν ὅμως γράφῃς περὶ τῶν ἐρώτων τοῦ γέροντος Παλαμᾶ, ἢ μᾶλλον ἁπλῶς δημοσιεύεις τὰ ὅσα περὶ τούτων ἐκεῖνος ἰδιοχείρως ἔγραψεν, εἶσαι ἄξιος στιγματισμοῦ δημοσίου!... Ὅτε ἡ Ἐκκλησία ἐτόλμησεν ἀτόνως πως νὰ ἐκφράσῃ διαμαρτυρίαν διὰ τὸν διασυρμὸν τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος, μύρια στόματα ὑλάκτησαν κατ᾿ αὐτῆς. Ὁ Παλαμᾶς ὅμως πρέπει νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ παντὸς διασυρμοῦ (τόσον δικαίου, ἄλλωστε!), ἱδρυομένων πρὸς τοῦτο καὶ εἰδικῶν Συλλόγων!...
       Κόσμε ταλαίπωρε, παράλογε, ἀντιφατικέ!...




«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ», φύλλον Φεβρουαρίου 1961
Ἄρθρα, Μελέται, Ἐπιστολαί, τόμος Α΄
Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου
Ἐπιμελείᾳ Ι. Κ. Γ. Θεολόγου
Ἔκδοσις Β΄, ἐν Ἀθήναις 1986
Σελίδες 429-431