Τρίτη 12 Απριλίου 2022

ΠΕΡΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΩΝ. Πότε γίνεται συμπροσευχή καί πότε δέν γίνεται.

                                         


- (κ. Μουρατίδης) Κοιτάξετε, ὅταν οἱ Κανόνες λέγουν: «Ἀπαγορεύεται ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς», δὲν λέγουν εἰς τί βαθμόν.

- Καὶ μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους· τοὺς ἁπλῶς ἀκοινωνήτους.

- (π. Σ.) Μερικοὶ ἀποκλείουν μόνον τὴν «ἐν ἀμφίοις» συμπροσευχὴν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ.

- Ἔτσι εἰσέρχεται καὶ ὁ ὑποκειμενικὸς παράγων πλέον καὶ δὲν γνωρίζουμε ποῦ θὰ σταματήσωμε: Πρῶτα δὲν ἐπιτρέπεται «ἐν ἀμφίοις». Μετὰ ἐπιτρέπεται μόνον μὲ ἐπιτραχήλιον. Μετὰ μὲ ἐπιτραχήλιον καὶ φαιλόνι. Μετὰ καὶ μὲ πλήρη στολὴν καὶ μετὰ «δεῦτε λάβετε, φάγετε». Ὄχι, παιδάκι μου. Ἅμα εἰσέλθῃ ὁ ὑποκειμενικὸς παράγων, δὲν σταματᾶ πουθενά. Ἐγὼ εἰς τὴν ζωήν μου ἐσυνήθισα νὰ μὴ αὐτοσχεδιάζω ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ποὺ μοῦ δίδει ἡ Ἐκκλησία ἐξουσίαν εἶνε εἰς τὸν καθορισμὸν τῶν ἐπιτιμίων. «Εἴ τις τῆς παρὰ τῶν πιστευθέντων τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας εἰς τὸ ἐλαττῶσαι τὸν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων, οὐκ ἔστι καταγνώσεως ἄξιος».  Λέγει ἡ Ἐκκλησία: Ἐγὼ σοῦ βάζω μερικὰ πλαίσια, ἀλλὰ ἐσὺ κινήσου ἐλεύθερα. Ἐκεῖ μπορῶ νὰ αὐτοσχεδιάσω. Βεβαίως, καλὸν εἶνε μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὅταν ἡ Ἐκκλησία δὲν μοῦ ἀφήνει περιθώριον αὐτοσχεδιασμοῦ, ποῖος εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ αὐτοσχεδιάσω;

Ὅταν ἕνας Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀρχίζει ἔτσι τὴν δογματικήν του: «Ἐρῶ ἐμὸν οὐδέν», ποῖοι εἴμεθα ἡμεῖς ποὺ θὰ εἴπωμεν: «Εἶπαν αὐτὸ οἱ Πατέρες, ἀλλὰ λέγομεν ἡμεῖς τοῦτο»; Ἕνας κολοσσὸς σοφίας καὶ ἁγιότητος, «Ἐρῶ ἐμὸν οὐδέν». Καὶ λέγει ὁ Μπαλᾶνος, ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶνε ἡ ἐποχὴ τῆς καθυστερήσεως, δὲν ἔχει ἀνελίξεις καὶ ἐξελίξεις, κ.λπ., εἶνε στατικὴ δὲν ἔχει πρόοδον ἡ Θεολογία, διότι βαδίζει εἰς τὰ ἀχνάρια τῶν παλαιοτέρων Πατέρων. Πρόοδος εἶνε νὰ λέγωμε καὶ ἰδικά μας! Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ κατάγνωσις τῶν ἀνθρώπων: Ἐμεῖς γνωρίζουμε καλλίτερον ἀπὸ τοὺς Πατέρας. Ποῖος εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ νομοθετήσω καὶ θὰ εἰπῶ: «Ναί, ἡ Ἐκκλησία λέγει αὐτό, ἀλλὰ ἐγὼ λέγω τοῦτο»; Ποῖος εἶμαι ἐγώ; Δὲν ὑπάρχει ἀσφάλεια, ἅμα εἰσέλθῃ τὸ ὑποκειμενικὸν κριτήριον μέσα μας. Ἐγὼ τοὐλάχιστον εἰς τὴν ζωήν μου ποτὲ δὲν ἠσθάνθην προβληματισμοὺς ἐκεῖ ποὺ ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔχει γράψει καὶ ἕνα θαυμάσιον δογματικὸν ἔργον, τὸ Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Εἶνε, θὰ ἔλεγε κανείς, διὰ τὴν ἐποχήν του, ἡ καλλιτέρα σύνοψις τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας. Καὶ ἐδῶ εἶνε ἡ ταπείνωσις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ· ἐνῷ ἦτο τόσον σπουδαῖος καὶ τόσον μεγάλος καὶ εἶχε τόσην μόρφωσιν, λέγει: «ἐρῶ ἐμὸν οὐδέν», δὲν θὰ εἰπῶ ἰδικόν μου τίποτε. Θὰ εἰπῶ ὅ,τι ἐδίδαξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι εἶπεν ὁ Κύριος καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅ,τι ἐθεσμοθέτησαν αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι. Θὰ εἰπῶ, λοιπόν, τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας· δὲν θὰ εἰπῶ τίποτε ἰδικόν μου. Πολλοὶ σύγχρονοι θεολογοῦν ἐκ κοιλίας, λέγουν ἢ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μέγας αὐτὸς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ τίποτε ἰδικόν του· ἤθελε νὰ συνοψίσῃ τὴν διδασκαλίαν τῶν πρὸ αὐτοῦ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.

- (Γ. Π.) Πάτερ, ἂν ἐκεῖ εἰς τὴν τράπεζαν τῶν συσκέψεων ὑπάγῃ ἕνας πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἔχει τὴν ἀδιάλειπτον προσευχήν, αὐτὸς θὰ χαθῇ;

- Ἀγαπητέ μου, ἂς εἴπωμεν ὅτι ἕνας ἀδελφός μου εἶχε νυμφευθεῖ μίαν Παπικήν. Καὶ τὴν κηδεύουν· τέλος πάντων νύμφη μου εἶνε καὶ τὰ παιδιά της εἶνε ἀνίψια μου. Καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὸν Παπικὸν Ναὸν καὶ ἔλεγα ἐκείνην τὴν ὥραν, «Θεέ μου, Σὲ παρακαλῶ, ἀνάπαυσέ την, συγχώρεσέ την, δὲν ξέρει τί ἔκανε· Παπικὴ ἐγεννήθη, ἡ μήτηρ της Παική, ὁ πατήρ της Παπικός», αὐτὸ δὲν τὸ θεωρῶ συμπροσευχή. Ἐγὼ ἐπῆγα ἀπὸ κοινωνικὸν καθῆκον νὰ παραστῶ καὶ ἔκαναν τὴν ἰδικήν μου προσευχήν, μὲ ἰδικόν μου τρόπον. Ἄλλο ἂν τοπικῶς συνέπιπτα. Ἀλλὰ δὲν ἔκανα συμπροσευχήν, ὅπως ἂν ἀνέβαινα εἰς τὸ ψαλτήρι καὶ ἄρχιζα «Ave Maria, Ave Maria», ὅπως λέγουν ἐκεῖνοι, κ.λπ..

- (Γ. Π.) Ὁ... εἶπεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς μίαν τράπεζαν συσκέψεων.

- Ὁ... εἶπε νὰ σηκωθῶμεν ὅλοι μαζύ, Ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ καὶ νὰ ἀναπέμψωμεν ἀπὸ κοινοῦ προσευχήν. Ἂν ἐκεῖνος ποὺ κάνῃ ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχὴν τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ῥουφοῦν καφὲ οἱ ἄλλοι, θὰ συνεχίσῃ νὰ προσεύχεται· νὰ μὴ ὁμιλῇ.

- Εἰς τὴν Πρόθεσιν, πάτερ, ἀποκλείεται νὰ τοὺς μνημονεύσωμεν;

- Εἰς τὰς ἰδιωτικὰς προσευχὰς ἠμποροῦμε νὰ μνημονεύωμεν αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν κοινωνίαν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν· εἰς τὴν Ἁγίαν Πρόθεσιν ὄχι. Καὶ μέσα εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμεν ἰδιωτικὴν προσευχὴν διὰ τοὺς ἀδελφούς μας Παπικούς, κ.λπ., ἀλλὰ ὄχι εἰς τὴν τάξιν τῆς λατρείας. Τὰ δίπτυχα ἦσαν πάντοτε κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας κάθε προσώπου. Ἡ διαγραφὴ ἀπὸ τὰ δίπτυχα ἐσήμαινεν ἔκπτωσιν εἰς αἵρεσιν ἢ σχίσμα.

Προσευχὴν εἰς τὴν Λειτουργίαν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμε καὶ διὰ τοὺς εἰδωλολάτρας ἀκόμη. Καὶ ἂν θέλῃ ἕνας νὰ εἰπῇ καὶ διὰ τὸν Νέρωνα, εἰς τὴν Λειτουργίαν: «Θεέ μου, τὸ ἔλεός Σου εἶνε ἄπειρον», ξέρω᾿ γώ, «ἂν θέλῃς νὰ ἐλεήσῃς τὸν Νέρωνα, βάλε τον εἰς τὸν Παράδεισον».

Ἀναφέρεται εἰς τὸ Γεροντικὸν ὅτι κάποιος ἀσκητὴς προσευχόταν δι᾿ ἕνα αὐτοκράτορα Ῥωμαῖον, τὸ ἔλεγε, τὸ ἔλεγε ξανά. Καὶ κάποτε τοῦ λέγει ὁ Θεός: «Ἄφησέ Με, παῦσε νὰ παρακαλῇς δι᾿ αὐτόν, διότι εἶνε ἀσεβέστατος· δὲν μπορεῖ νὰ σωθῇ.

Λέγουν οἱ Κανόνες: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ, συνεύξηται, ἀφοριζέσθω. Ὅποιος κάνει συμπροσευχήν, ἔστω καὶ εἰς τὴν οἰκίαν του, ὄχι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ ἀκοινώνητον, νὰ ἀφορίζεται.

- Ἅμα ἕνας εἶνε νυμφευμένος μὲ Παπικήν, τί γίνεται;

- Νὰ πρόσεχε νὰ μὴ ἔπαιρνε Παπικήν.

- Σχετικῶς μὲ παπικὰς εἰκόνας, τὰς πετοῦμε;

- Ἀσχέτως τοῦ ποῖος τὴν ἔφτιαξεν, ἐφ᾿ ὅσον εἰκονίζει θεῖον Πρόσωπον, ἐσὺ δὲν θὰ τὴν βεβηλώσῃς. Εἰπέ ὅτι εἶνε ἕνας ἄνθρωπος αἱρετικός, σχισματικός, ἔχει ὅλα τὰ κακὰ τοῦ κόσμου καὶ ἔχει ἕνα σταυρόν· ἐσὺ αὐτὸν τὸν σταυρὸν ἂν τὸν εὕρῃς, δὲν θὰ τὸν πετάξῃς εἰς τὸ πῦρ. Τὸν σταυρὸν ἂν τὸν ἔφτιαξεν ὁ αἱρετικός, ἰδική του δουλειά. Δι᾿ ἐσὲ ὁ σταυρὸς εἶνε σταυρός, ὅποιος καὶ ἂν τὸν ἔχῃ φτιάξει. Ἂν ὁ Ἄρειος εἶχε φτιάξει σταυρούς, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μετὰ θὰ πετοῦσε τοὺς σταυροὺς αὐτούς. Ὄχι. Τὴν τιμὴν τὴν ἔχει ἡ εἰκὼν διὰ τὸ πρόσωπον τὸ ὁποῖον εἰκονίζει ἢ ὁ σταυρὸς αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτόν.

- Γέροντα, ξέρουμεν ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους ναοὺς κατὰ τὴν ὥραν τῆς Θείας Λατρείας ἐπιτρέπεται νὰ συμπροσεύχωνται ἢ νὰ παρίστανται αἱρετικοί;

- Ὄχι, ὑπὸ τὴν ἑξῆς προϋπόθεσιν: Ὅτι δὲν θὰ καλέσωμεν ἡμεῖς ἑτεροδόξους νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ προσευχηθοῦν. Ἂν ἐν ἀγνοίᾳ μας εἰσέλθουν μέσα, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡμεῖς τοὺς ἐκαλέσαμεν εἰς συμπροσευχήν. Ἢ ἂν κάποιος ἔλθῃ ἀπὸ ἐνωρὶς καὶ καθίσῃ μέσα καὶ ἡμεῖς δὲν γνωρίζουμεν οτι εἶνε Παπικὸς ἢ Προτεστάντης, δὲν παραβαίνουμε τοὺς Κανόνας. Παράβασις τῶν Κανόνων εἶνε ὅταν τοὺς καλέσωμε νὰ ἔλθουν νὰ συμπροσευχηθῶμεν. Ἂν εἰσέλθῃ κάποιος ἐν ἀγνοίᾳ μας, ἢ ἂν τὸν γνωρίζωμε καὶ στείλωμε καὶ τοῦ εἰπῶμεν: «Ἄκουσον, οἱ Κανόνες λέγουν δὲν πρέπει νὰ συμπροσευχώμεθα. Σὲ παρακαλοῦμεν ὕπαγε εἰς τὸ καλόν». Καὶ εἰπῇ: «Ὄχι· ἐγὼ δὲν φεύγω!», οὔτε θὰ διακόψωμε τὴν Λειτουργίαν, οὔτε θὰ τὸν τραβῶμε μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια, συρτὸν νὰ τὸν βγάλωμεν ἔξω, οὔτε θὰ φέρωμε τὴν ἀστυνομίαν. Ἡ ἔννοια εἶνε νὰ μὴ πηγαίνωμεν ἡμεῖς εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε νὰ καλῶμε τοὺς ἑτεροδόξους εἰς τοὺς ἰδικούς μας ναοὺς διὰ συμπροσευχήν.

- Τὸ ἠρώτησα διότι εἰς τὴν Μητρόπολιν Ἀθηνῶν σήμερον ὅπου ἐκκλησιάσθην διὰ κάποιαν ἐκδήλωσιν διὰ τὰ βραβεῖα τοῦ Ὠνάση, ἦτο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σαλβαδὸρ μαζὺ μὲ 3-4 Ἐπισκόπους, εἰς λίαν τιμητικὴν θέσιν. Τοῦ εἶχαν βάλει μίαν πολυθρόνα ἀπέναντι ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν. Αὐτὸ ἔχει σχέσιν μὲ τό...

- Βεβαίως, ἂν ἦτο μέσα εἰς τὴν Λειτουργίαν, καλὸν ἦτο, νὰ μὴ ἦτο. Τώρα εἰς τὰς ἐκδηλώσεις γενικῶς, τὰς ὁποίας κάνουμεν, ὄχι τώρα, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ παλαιά, μετέχουν καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, ὄχι διὰ λατρείαν, ἀλλὰ δι᾿ αὐτὴν τὴν τιμητικὴν ἐκδήλωσιν. Συνηθίζεται ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ξένων δογμάτων καὶ οἱ πρέσβεις νὰ καλῶνται εἰς τὴν δοξολογίαν τῆς πρώτης τοῦ ἔτους καὶ εἰς τὴν ἐθνικήν μας ἑορτήν, ἀπὸ τότε ποὺ καθιερώθη. Αὐτὸ δὲν ἔχει τὴν ἔννοιαν τῆς συμπροσευχῆς, ὄχι μόνον ὅσον ἀφορᾷ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τοὺς ἑτεροθρήσκους. Ἕνας Μωαμεθανὸς ἢ ἕνας Βουδδιστὴς πρέσβυς, τί θὰ ἔλθῃ; Νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν Χριστόν; Ὅπως μετὰ ὑπάγει εἰς τὴν παρέλασιν, ἔτσι ὑπάγει καὶ εἰς τὸν ναόν. Ἁπλῶς νὰ τιμήσῃ τὴν ἡμέραν ποὺ δι᾿ ἡμᾶς εἶνε εὔφημος. Ἐκεῖ δὲν ἔχει χαρακτῆρα συμπροσευχῆς. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀντὶ νὰ κάνωμεν εἰς κάποιαν αἴθουσαν αὐτὴν τὴν ἐκδήλωσιν, τὴν κάνουμεν εἰς τὸν ναόν· ἔρχεται ὡς ἐπίσημος προσκεκλημένος ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ συμμετάσχῃ εἰς τὴν χαρὰν τοῦ ἔθνους διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς παλιγγενεσίας. Δὲν μετέχει εἰς τὴν λατρείαν. Τὸ ἴδιον συνέβαινε καὶ συμβαίνει καὶ εἰς τὰς ἐνθρονίσεις καὶ εἰς τὰς κηδείας τῶν Ἀρχιεπισκόπων. Ὅταν ἐνθρονίζεται ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὅταν ἀποθνήσκῃ καὶ κηδεύεται, καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ξένων δογμάτων καὶ οἱ πρέσβεις μετέχουν ὡσὰν μίαν προσφορὰ τιμῆς εἰς τὴν ἐξόδιον Ἀκολουθίαν ἢ εἰς τὴν τελετὴν τῆς ἐνθρονίσεως καὶ ὄχι συμπροσευχόμενοι εἰς τὴν λατρείαν. Καὶ οἱ πρέσβεις οἱ ιδικοί μας εἰς μίαν ξένην χώραν θὰ ὑπάγουν εἰς μίαν ἑορτὴν τὴν ὁποίαν ἔχουν ἐκεῖνοι. Αὐτὸ δὲν εἶνε συμπροσευχή. Ἐξ ἄλλου δὲν τοὺς καλοῦμεν ἐμεῖς. Δὲν τοὺς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία· τοὺς καλεῖ τὸ Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν. Ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους ἑορτάζει τὸ ἐπίσημον Κράτος τὴν 1ην τοῦ νέου ἔτους, ἐπὶ παραδείγματι, εἶνε καὶ κάποια ἐκδήλωσις εἰς τὴν Μητρόπολιν. Λέγει: Ἐλᾶτε καὶ ἐσεῖς ἐκεῖ.

- Μά, Γέροντα, δὲν εἶνε μόνον ἐκδήλωσις τῆς πολιτείας.

- Δὲν κάνουν συμπροσευχήν. Διὰ λόγους ἐθιμοτυπικούς. Δὲν τοὺς καλεῖ διὰ νὰ συμπροσευχηθοῦν.

- Πέρυσι εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον εἰς τὴν τελετὴν τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ἦτο προσκεκλημένος ὁ Ὑπουργὸς Θρησκευμάτων τῶν Ἑβραίων. Δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Ἑβραῖος...

- προσηυχήθη, οὔτε τὸν καλέσαμε διὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὄχι. Αὐτὸ εἶνε μία ἐπίσημος πρόσκλησις διὰ κάποιαν ἐκδήλωσιν α΄ ἢ β΄, τὴν ὁποίαν κάνουμε. Ἄλλο συμπροσευχὴ καὶ ἄλλο ἁπλῆ συμπαράστασις. Νὰ μὴ τὸ δώσῃ ὁ Θεός, ἀλλὰ ἂν τινὸς ἀπὸ ἐσᾶς τὸ τέκνον γνωρίσῃ μίαν παπικὴν καὶ δὲν δέχεται ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ αὐτὴ νὰ γίνῃ Ὀρθόδοξος καὶ τὸ τέκνον πάλιν δὲν δέχεται νὰ ἀποτραβηχθῇ, καὶ γίνῃ ὁ γάμος, ὁ μεικτὸς ὁ λεγόμενος, καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Παπικός, ἐσεῖς, ἐφ᾿ ὅσον εἶνε τέκνον σας τί θὰ κάνετε; Θὰ ὑπάγετε καὶ εἰς τὸν Παπικὸν ναόν, ἀλλὰ δὲν θὰ προσευχηθῆτε. Θὰ ὑπάγετε ἁπλῶς διὰ νὰ παραστῆτε εἰς τὴν Ἀκολουθίαν ποὺ γίνεται διὰ τὴν παπικὴν κοπέλλαν. Ἐσεῖς θὰ προσευχηθῆτε εἰς τὸν γάμον τὸν Ὀρθόδοξον ποὺ θὰ γίνῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

- Γέροντα, πῶς βλέπετε τὴν συμπροσευχὴν τῆς Ἀσσίζης διὰ τὴν εἰρήνην;

- Αὐτά, παιδί μου, εἶνε λάθη, τὰ ὁποῖα κάνουν μεμονωμένοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν γίνει κατὰ καιροὺς πολλαὶ συμπροσευχαὶ ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, φίλων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ ἑτεροδόξους. Αὐτὸ εἶνε καταδικαστέον. Ἐπισήμως ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸ κάνει. Μεμονωμένοι ἐκπρόσωποι τὸ κάνουν. Δυστυχῶς. Κάκιστα.

- Γέροντα, τὸ νὰ παρευρίσκωνται εἰς τὴν ὥραν τῆς λατρείας μας ἑτερόδοξοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν γνωρίσουν, εἶνε κακόν;

- Ἐὰν γίνεται μὲ ἄδειαν τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι. Ἐὰν γίνεται μὲ πρωτοβουλίαν ἑνὸς ἀτόμου, εἶνε κακόν. Δὲν πρέπει νὰ γίνεται. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ αὐτό. Ἐὰν ἑτερόδοξοι θέλουν νὰ ἰδοῦν τὸ Τυπικόν μας, διότι ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἔχουν κάποιον ἐνδιαφέρον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν, αὐτοί, θὰ ἔλεγε κανείς, εἶνε ἕνα εἶδος προκατηχουμένων. Δὲν ἔχομε τὸν θεσμὸν αὐτό, διὰ τοῦτο εἶπα, κατὰ κάποιον τρόπον θὰ ἠμπορούσαμε νὰ τοὺς ἀποκαλέσωμε προκατηχουμένους. Ἂν ἔχωμεν ἀνθρώπους ποὺ λέγουν: «Ἔχω ἀρχίσει ὀλίγον νὰ ἐνδιαφέρωμαι διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Θὰ ἤθελα νὰ ἰδῶ τὴν λατρείαν σας», αὐτὸ μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ ἐπιτρέψῃ.

Ὅσοι μελετᾶτε τὴν ἱστορίαν θὰ τὸ γνωρίζετε: Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς Ῥωσσίας ἄρχισεν ἀκριβῶς ἀπὸ ἕνα τοιοῦτον περιστατικόν. Οἱ πρέσβεις τοῦ Τσάρου εἶχαν μεταβεῖ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν - εἰδωλολάτραι τότε ὅλοι οἱ Ῥῶσσοι - διὰ θέματα κρατικά. Καὶ περνῶντας ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν εἰσῆλθον μέσα. Ἡ Ἐκκλησία καὶ τότε εἶχε τοὺς Κανόνας ποὺ ἀπαγορεύουν τὸ νὰ συμπροσευχώμεθα μὲ ἑτεροδόξους, μὲ ἑτεροθρήσκους, πολὺ δὲ περισσότερον μὲ εἰδωλολάτρας. Ἀλλὰ δὲν εἶχεν εἰς τὴν εἴσοδον, οὔτε σήμερον ἔχομεν, οὔτε ποτὲ θὰ ἔχωμεν ἀστυνομικοὺς νὰ ζητοῦν ταὐτότητας. Εἶδαν τόσον κόσμον μέσα καὶ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοί. Καὶ τόσον τοὺς ἐγοήτευσεν ἡ λατρεία αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξος λατρεία, τὸ Τυπικόν μας τὸ λατρευτικόν, τόσον τοὺς κατέθελξε καὶ τοὺς ἐγοήτευσεν, ὥστε ἐνόμισαν, λέγουν οἱ ἱστορικοί, ὅτι εὑρίσκονται εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ῥωσσίαν καὶ εἶπαν τὸ τί εἶδαν, καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ῥώσσων. Ἀπὸ τὴν παρακολούθησιν τῆς λατρείας εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἐκ μέρους τῶν πρεσβευτῶν τοῦ Τσάρου. Ἄν, λοιπόν, ἡ Ἐκλησία δώσῃ τὴν ἄδειαν, μπορεῖ νὰ γίνῃ.

- Ἐπιτρέπεται εἰς ἕνα Χριστιανὸν νὰ εἰσέλθῃ ἐντὸς βουδδιστικοῦ τεμένους;

- Ἐὰν δὲν τὸ κάνῃ μὲ συνείδησιν ὅτι τιμᾶ καὶ προσκυνᾶ τὸν Βούδδαν, ἀλλὰ ἁπλῶς θέλει - μπορεῖ νὰ εἶνε καὶ ἀρχαιολόγος - νὰ πάρῃ κάποιαν ἰδέαν τοῦ τί γίνεται ἐκεῖ, δὲν βλάπτει. Ἐὰν ἔχῃ συνείδησιν ἀσθενῆ, δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνῃ. Ὅ,τι ἴσχυε μὲ τὰ εἰδωλόθυτα. Κατ᾿ ἀναλογίαν θὰ ἐφαρμοσθῇ ὁ ἴδιος κανών, τῶν εἰδωλοθύτων, τοῦ Παύλου.

- Γέροντα, πόσον κακὸν εἶνε νὰ ὑπάγῃ κανεὶς ἀπὸ περιέργειαν εἰς μίαν Πρετεσταντικὴν σύναξιν;

- Καλά, ἂν ὑπάγῃ καὶ καθίσῃ 2-3 λεπτὰ ἁπλῶς διὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸν Θεὸν διὰ τὴν λατρείαν τὴν ἰδικήν μας, αὐτὸ δὲν εἶνε ἁμαρτία. Ἀλλὰ ὄχι νὰ συμπροσευχηθῶμε. Ποτέ.

- Ἐδημοσιεύθη προσφάτως ἄποψίς τινος ὑψηλὰ ἱσταμένου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅταν κάποιος εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκην καὶ δὲν ἔχῃ κοντὰ κάποιον Ὀρθόδοξον ἱερέα, μπορεῖ νὰ κοινωνήσῃ καὶ μὲ τοὺς Παπικούς.

- Αὐτὸ εἶνε λάθος. Βεβαίως καὶ πειράζει. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν δὲν ὑπάρχουν μυστήρια. Μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὰ εἶνε οἰκουμενιστικὰ φρονήματα.

- Ἐγράφη ὅτι ὁ Προτεστάντης... συνηντήθη μὲ τὸν Πατριάρχην...

- Ἂν πρόκηται περὶ ἐπισκέψεων ἁβροφροσύνης, δὲν θὰ εἶχεν ἴσως κανεὶς ἀντίῤῥησιν. Ἐδῶ συναντιοῦνται ὁ Γκορμπατσὼφ μὲ τὸν Ῥῆγκαν καὶ ἂν συναντηθῇ καὶ ἕνας ἀρχηγὸς μιᾶς χριστιανικῆς ὁμολογίας - ὄχι ἐκκλησίας· ὁμολογίας - μὲ τὸν Πατριάρχην τὸν ἰδικόν μας καὶ ἀνταλλάξουν μίαν χειραψίαν, ἕνα ἀσπασμόν, δὲν ἐχάθη ὁ κόσμος. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ γίνεται εἶνε αἱ συμπροσευχαί, αἱ συλλειτουργίαι καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀπαγορεύουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Ὄχι μόνον μὲ τὸν Πάπαν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Σεϊχουλισλάμη, δηλαδὴ τὸν ἀρχηγὸν τῶν Μωαμεθανῶν· ἂν συναντηθῇ κάπου ὁ Πατριάρχης καὶ αὐτός, πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε, ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε καὶ ὁ Χριστὸς κατέβη καὶ δι᾿ αὐτὸν εἰς τὴν γῆν καὶ ἴσως αὔριον νὰ γίνῃ Χριστιανός, ἂς τὸν χαιρετήσῃ. Καὶ ἂν εἶνε καὶ καλὸς ἄνθρωπος καὶ εὐγενὴς καὶ φιλόφρων, ἂς ἀνταλλάξουν καὶ ἀσπασμόν. Δὲν θὰ μολυνθῇ ἀπὸ αὐτό. Ὁ Κύριος 'δέχθη τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα. Δὲν ἐμολύνθη ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα· ὁ Ἰούδας ἔγινε προδότης. Ἄλλο, λοιπόν, μία ἐπίσκεψις ἁβροφροσύνης καὶ ἄλλο ὑποχωρήσεις εἰς τὴν ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶνε ἀνεπίτρεπτοι. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ τὸ ὁποῖον γνωρίζουμε πόσον ἐμμένει εἰς τὴν παράδοσιν, πηγαίνουν Παπικοὶ καὶ ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι. Τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι φιλοφρόνως καὶ τοὺς χαιρετοῦν καὶ τοὺς τραπεζώνουν καὶ τοὺς κοιμίζουν. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ συμμετάσχουν εἰς τὰ μυστήρια καὶ εἰς τὴν λατρείαν. Δὲν θὰ τοὺ κλείσωμε τὴν θύραν τοῦ ἄλλου. Θεὸς φυλάξοι! Καὶ Μωαμεθανὸς νὰ ἔλθῃ καὶ Βουδδιστὴς νὰ ἔλθῃ, καὶ θὰ τὸν χαιρετήσωμε καὶ θὰ τὸν βάλωμε νὰ φάῃ καὶ θὰ τὸν βάλωμε νὰ κοιμηθῇ. Δὲν θὰ συμπροσευχηθῶμε μαζύ του. Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν λέγουν πουθενὰ νὰ μὴ βάλωμε νὰ φάῃ εἰς ἕνα ἄνθρωπον, ἂν δὲν εἶνε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Νὰ μὴ συμπροσευχώμεθα λέγουν. 

- Τὸ θέμα τοῦ διαλόγου ποὺ συνεχίζεται ἀκόμη...

- Αὐτὸ θὰ ἔλθῃ ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ θὰ συνεχίζεται ἀκόμη.

- Ἀπὸ ἀπόψεως ὀρθοδόξων βλάπτει αὐτό, ἀφοῦ δὲν κάνουν ὑποχωρήσεις. Λέγουν ὅτι εἶνε εὐκαιρία νὰ εἴπωμε τὰς ἀπόψεις μας.

- Ἂν δὲν κάνουν ὑποχωρήσεις, ἂς γίνεται. Ἀλλὰ ἂν κάνουν, βλάπτει. Διότι ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξον αἰσθητήριον τοῦ λαοῦ μας. Ἂν δὲν κάνουν ὑποχωρήσεις, ἂς ἀκούουν καὶ οἱ ἄλλοι τὰς ἀπόψεις μας.

- Κάποιος γέρων λέγει ὅτι. ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν βιβλία ποὺ ἐξηγοῦν τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνωνται διάλογοι.

- Ὑπάρχουν βιβλία, ἀλλὰ καὶ κάποιος διάλογος, κάποιος συμπνευματισμὸς δὲν εἶνε ἐξ ἀρχῆς κακὸς καὶ ἀποκρουστέος. Ἂν οἱ ἰδικοί μας καταθέτουν εἰς τοὺς διαλόγους τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δὲν προβαίνουν εἰς καμμιαν ὑποχώρησιν, αὐτὸς ὁ διάλογος εἶνε ὠφέλιμος. Καὶ ὄχι μόνον ὁ διάλογος, ἀλλὰ καὶ ἕνας γενικότερος συμπνευματισμός, διότι αὐτοὶ μὲ τὸν συμπνευματισμὸν βλέπουν καὶ τὴν νοοτροπίαν, τὴν ψυχολογίαν, τὴν πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν δὲν μποροῦν νὰ πάρουν μόνον ἀπὸ τὰ βιβλία. Ἡ Ῥωσσία ἠσπάσθη τὸν Χριστιανισμὸν ἀπὸ ἕνα κατὰ τὸ φαινόμενον τυχαῖον περιστατικόν. Κατὰ τὸ φαινόμενον τυχαῖον· βεβαίως ἦτο οἰκονομία Θεοῦ. Ὅταν εἶχε στείλει ὁ Ῥῶσσος ἡγεμὼν Βλαδίμηρος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπεσταλμένους διὰ νὰ διαπραγματευθοῦν κάποιο θέμα μὲ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, αὐτοὶ οἱ ἀπεσταλμένοι, ποὺ ἦσαν εἰδωλολάτραι, ἐπέρασαν εἰς ὥραν λειτουργίας ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν καὶ εἰσῆλθον ἐντός. Τόσον τοὺς ἐγοήτευσεν ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ ἐνόμισαν οτι εὑρέθησαν εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πατρίδα τους, τὰ εἶπαν αὐτὰ εἰς τὸν Βλαδίμηρον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησεν ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς Ῥωσσίας. Ὄχι ἀπὸ κάποιο βιβλίον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρουσίαν τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ῥωσσίας εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἐν ὥρᾳ λειτουργίας. Αὐτὸ τὸ περιστατικὸν ὑπῆρξεν ἡ ἀπαρχὴ τῆς προσελεύσεως τῶν Ῥώσσων εἰς τὸν Χριστιανισμόν. Καὶ σήμερον πολλοὶ εἰς τὴν Δύσιν, βλέποντας τὸν πλοῦτον καὶ τὸ μεγαλεῖον τὸ πνευματικὸν τῆς λατρείας τῆς ἰδικῆς μας, γίνονται ὀρθόδοξοι. Κάποιαν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἀκούγονταν ἀπὸ ἀπέναντι, ἀπὸ τοὺς Πεντηκοστιανούς, τὰ τραγουδάκια καὶ τὰ παλαμάκια τους - τότε ἐμεῖς ἀκόμη εἴχαμε τὴν περίοδον τῆς Πεντηκοστῆς - σᾶς εἶπα: παιδιά, συγκρίνετε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, αὐτὴν τὴν λατρείαν, τὸ γιοῦπι γιοῦπι γιά, μὲ τὸ «θείῳ καλυφθεὶς ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ ἐῤῥητόρευσε τὸν θεόγραφον νόμον» (εἱρμὸς α΄ ᾠδῆς ἰαμβικοῦ Κανόνος τῆς Πεντηκοστῆς)· συγκρίνετε τὴν ἰδικήν μας τὴν λατρείαν μὲ αὐτὴν τὴν γελοιογραφίαν τῆς λατρείας ποὺ ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἵνα ἔχωμε μίαν ἐπίγνωσιν τῆς εὐνοίας τοῦ Θεοῦ. Νὰ εὐγνωμονῶμε τὸν Θεὸν καὶ διότι ἐγεννήθημεν ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ γονεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Καὶ διότι δὲν παρεσύρθημεν ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκύβαλα, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ξυλοκέρατα. Δὲν ἐφύγαμεν ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ πηγαίνωμε νὰ ἐσθίωμε τὰ ξυλοκέρατα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.

Λοιπόν, ὁ πλοῦτος τῆς λατρείας μας εἶνε ἱκανὸς νὰ συγκλονίσῃ πολλοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ἄν, λοιπόν, οἱ διάλογοι, ὁ συμπνευματισμὸς αὐτὸς γίνεται χωρὶς ὑποχωρήσεις εἰς ὅσα ὁρίζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες, δὲν βλάπτει. Ἄν, ὅμως, ἀρχίζουν αἱ συμπροσευχαὶ κ.λπ., ἐκεῖ ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξον αἰσθητήριον τοῦ λαοῦ μας καὶ γίνεται ζημία. 

- Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀκοῦμε συχνά: «Εἶνε Χιλιαστής. Μὴ πᾶς εἰς τὸ μαγαζί του», πῶς τὸ κρίνετε;

- Δὲν πρέπει νὰ ὑπάγωμεν κοντά του διὰ δύο λόγους. Πρῶτον διότι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐπηρεάσῃ αὐτὸς ἐμᾶς, ἂν δὲν εἴμεθα καλῶς κατηρτισμένοι εἰς τὰ ὀρθόδοξα. Καὶ δεύτερον, μὲ τὸ νὰ τὸν κρατῶμεν εἰς ἀπόστασιν, ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ τὸν κάνωμε νὰ συνέλθῃ.

Ὅσοι ἔρχονταν εἰς τὸν ἀββᾶν Λώτ, τοὺς ἔστελλε νὰ συναντήσουν καὶ τὸν ἀσθενῆ γέροντα τὸν ὁποῖον εἶχε πιὸ πέρα. Νὰ τοῦ κάνουν ὀλίγην παρέα. Αὐτὸς ἦτο Ὠριγενιστὴς καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένους. Ὑπάρχι κίνδυνος, λέγει, ἐπειδὴ τοὺς στέλλω καὶ τοὺς λέγει τοιαύτας διδασκαλίας, νὰ νομίσουν οἱ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον ὅτι καὶ ἐγὼ εἶμαι Ὠριγενιστής. Νὰ τὸν διώξῃ δὲν ἤθελεν, ἀλλὰ νὰ μὴ λέγῃ διδασκαλίας αἱρετικάς. «Καὶ ἂν θέλῃ διορθοῦται». Ἂν θέλῃ, λέγει, θὰ διορθωθῇ. «Εἰ δὲ μὴ θέλῃ διορθώσασθαι, ἀφ᾿ ἑαυτοῦ μέλλει παρακαλεῖν τοῦ ἀναχωρῆσαι ἐκ τοῦ τόπου». Μόνος του θὰ ζητήσῃ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον, ἂν δὲν θέλῃ νὰ διορθωθῇ. «Καὶ οὐκ ἀπὸ σοῦ γίνεται ἡ ἀφορμή»· καὶ δὲν θὰ εἶσαι ἐσὺ ἡ αἰτία νὰ φύγῃ. «Ἀπελθὼν οὐν ὁ ἀββᾶς ἐποίησεν οὕτως. Καὶ ὁ γέρων ὡς ἤκουσε ταῦτα, οὐκ ἤθελε διορθώσασθαι. Ἀλλ᾿ ἔβαλε παρακαλεῖν λέγων· Διὰ τὸν Κύριον πέμψατέ με ἐντεῦθεν ὅτι οὐ δύναμαι βαστάξαι τὴν ἔρημον. Καὶ Οὔτως ἀναστὰς ἐξῆλθε προπεμπόμενος μετ᾿ ἀγάπης». Ἀγάπην τοῦ ἔδειξαν, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν, τοῦ ἔδωσαν κρεβάτι νὰ ἀναπαυθῇ, διότι ἦτο ἄῤῥωστος, ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν ἀνεχθοῦν νὰ κηρύσσῃ αἱρετικὰς διδασκαλίας. Καὶ τὸν προέπεμψαν μὲ ἀγάπην, ὅταν μόνος του ἠθέλησε νὰ φύγῃ.

Ἀκόμη καὶ ὁ ἀφορισμὸς τὸν ὁποῖον κάνει ἡ Ἐκκλησία πρὸς τοὺς αἱρετικούς, καὶ αὐτὸς εἶνε μία ὑψίστη ἐκδήλωσις ἀγάπης, ὅσον καὶ ἂν φαίνεται εἰς ἐσᾶς παράδοξον. Καὶ πρὸς τὸν αἱρετικόν, ἀλλὰ κατ᾿ ἐξοχὴν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Θὰ ἰδῆτε πολλὰς φορὰς εἰς τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ γράφουν οἱ Πατέρες: «Ἐπιδακρύσαντες οὖν καὶ στενάξαντες ἐπὶ τῇ παντελεῖ τούτων ἀπωλείᾳ...» προβαίνομεν εἰς τὴν ἀπόφασιν. Ἐπιδακρύσαντες καὶ στενάξαντες διὰ τὴν ἀμετανοησίαν του, διὰ τὴν πώρωσίν του, προσπαθήσαμε νὰ τὸν κάνωμε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πλάνην, ἐστάθη ἀδύνατον, καὶ τώρα ἀλγοῦντες, μὲ βαρειὰν καρδίαν, μὲ ὀδύνην ψυχικὴν πολλήν, δὲν ἠμποροῦμε νὰ κάνωμε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἀποχωρίσωμεν αὐτὸ τὸ πρόβατον ἀπὸ τὴν μάνδραν διὰ νὰ μὴ μολύνῃ καὶ τὰ ἄλλα πρόβατα. Καὶ κάνοντας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἴσως τοῦ ἐπιφέρουμε κάποιον ψυχικὸν συγκλονισμόν - ἀφοῦ βλέπει ὅτι φεύγει, τὸν διώχνουμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν - μὲ ἀποτέλεσμα ἐνδεχομένως ἀργότερον νὰ μετανοήσῃ. Καίτοι ἡ μετάνοια τῶν αἱρεσιαρχῶν εἶνε πρᾶγμα πάρα πολὺ δύσκολον, διότι ἔχουν φθάσει εἰς τὴν ἀποκορύφωσιν τοῦ ἐγωισμοῦ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ νὰ βάλουν ἀπὸ τὴν μίαν μεριὰν τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην τὴν Ἐκκλησίαν. «Ἡ Ἐκκλησία λέγει αὐτό, ἐγὼ λέγω αὐτό»! Εἶνε πάρα πολὺ δύσκολον. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «Ὅσα ἁμαρτήματα τοῦ λογιστικοῦ τῆς ψυχῆς  ἅπτεται μέρους - τὰ ἁμαρτήματα τῶν αἱρέσεων δηλαδή - χαλεπώτερα παρὰ τῶν Πατέρων ἐκρίθη καὶ μείζονος καὶ διαρκεστέρας καὶ ἐπιπονωτέρας τῆς ἐπιστροφῆς ἄξια» (Κανὼν Β΄). Εἶνε πολὺ εὐκολώτερον νὰ μετανοήσῃ ἕνας βαρειὰ ἁμαρτωλός, ἕνας πόρνος, ἕνας μοιχός, ἕνας φονεύς, ἕνας λαθρέμπορος... , ἀπὸ τὸ νὰ μετανοήσῃ ἕνας αἱρεσιάρχης, ὄχι αἱρετικός, ὀπαδὸς κάποιας αἱρέσεως - αὐτὸ δὲν εἶνε τόσον δύσκολον - ἀλλὰ ἕνας αἱρεσιάρχης, ἕνας ποὺ ἔφτιαξεν αἵρεσιν ἰδικήν του καὶ ἀπέκτησεν ὀπαδούς· αὐτὸς ἔφθασεν εἰς τὴν ἀποκορύφωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγωισμοῦ καὶ εἶνε πάρα πολὺ δύσκολον νὰ μετανοήσῃ. Θὰ ἔλεγε κανεις: αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει πωρωθῆ. Πάντως καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία τὸ κάνει καὶ δι᾿ αὐτό. Ἂν ὑπάρχῃ κάποια ἐλπίς, νὰ συγκλονισθῇ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ νὰ ὁδηγηθῇ εἰς μετάνοιαν.

- Γέροντα, ἂν ἕνας ἀρτοποιὸς ἔχῃ ἐνοικιάσει οἴκημά του εἰς Χιλιαστὰς διὰ εὐκτήριον οἶκον, κάνει νὰ ψωνίζωμεν ἀπὸ τὸν φοῦρνόν του;

- Καλὸν εἶνε ὅσους ξέρουμεν ὅτι εἶνε ἐγνωσμένοι αἱρετικοὶ ἢ τοὺς διευκολύνουν, νὰ ἔχωμε μίαν ἀπόστασιν ἀπὸ αὐτούς. Καλὸν εἶνε. Καλὸν καὶ ἐπιβεβλημένον· ὄχι ἁπλῶς καλόν.



Ἐκ τοῦ βιβλίου:

Τρέφοντας τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ

Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Κωστὼφ

Ἐκδόσεις Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς

Ἔκδοσις Β΄

Σταμάτα 2017

Σελίδες 205-218