Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Η ΠΡΩΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ



       Ὁ  Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν περιορίζει τὸ ἐνδιαφέρον του μόνον διὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ῥώμης. Λίαν συντόμως πληροφορεῖται διὰ τὴν πενιχρὰν οἰκονομικὴν κατάστασιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς. Ἀπὸ τὸν Δεκέμβριον τοῦ 312 μ.Χ. ἕως τὸν Ἰανουάριον τοῦ 313 μ.Χ. στέλνει τρεῖς ἐπιστολάς. Ἡ πρώτη ἔχει ὡς ἀποδέκτην τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Καρθαγένης Καικιλιανὸν καὶ αἱ ἄλλαι δύο τὸν ἀνθύπατον (Proconsul) τῆς Ἀφρικῆς Ἀνυλῖνον.

       Εἰς τὴν ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Καρθαγένης Καικιλιανὸν γράφει μεταξὺ ἄλλων: 
« Ἐπειδὴ ἐθεώρησα καλὸν δι᾿ ἁπάσας τὰς ἐπαρχίας τῆς Ἀφρικῆς, Νουμιδίας καὶ Μαυριτανίας, νὰ χορηγηθῇ κάποιο οἰκονομικὸν βοήθημα εἰς ὁρισμένους λειτουργοὺς τῆς ἁγιωτάτης καθολικῆς θρησκείας, ἔδωσα ἐπιστολὰς εἰς τὸν Οὖρσον, τὸν περίφημον οἰκονομικὸν ἐλεγκτὴν τῆς Ἀφρικῆς (ἐπρόκειτο περὶ τοῦ rationalis τῆς Ἀφρικῆς), καὶ τοῦ ἐδήλωσα νὰ σοῦ παραδώσῃ τρεῖς χιλιάδας φόλλεις (ἀργυροχάλκινον νόμισμα τῆς ἐποχῆς τοῦ Διοκλητιανοῦ). Ἐσὺ ὅταν λάβῃς τὰ χρήματα, φρόντισε νὰ διανεμηθοῦν εἰς ὅσους περιλαμβάνονται εἰς τὸν κατάλογον ποὺ σοῦ ἔστειλα μὲ τὸν Ὅσιον (τὸν Ἐπίσκοπον Κορδούης τῆς Ἱσπανίας). Ἐὰν διαπιστώσῃς ὅτι κάτι λείπει νὰ ἀπευθυνθῇς εἰς τὸν Ἡρακλείδα, τὸν ἐπίτροπον τῶν κτημάτων μας. Ἄλλως τε τοῦ ἔχω δώσει ἐντολὴν νὰ σοῦ μετρήσῃ ἄνευ δισταγμοῦ ὅσα χρήματα τοῦ ζητήσῃς... Ἡ Χάρις τοῦ μεγάλου Θεοῦ νὰ σὲ προστατεύῃ» [" Ἡ θειότης τοῦ μεγάλου Θεοῦ σὲ διαφυλάξαι ἐπὶ πολλοῖς ἔτεσιν", Εὐσέβιος, P.G. 20.892 - X.6].

       Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἰσαγάγει κάτι ἐντελῶς καινούριον εἰς τὰς σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, ἀφοῦ διὰ πρώτην φορὰν τὸ Κράτος χρηματοδοτεῖ ἀπὸ τὸ Δημόσιον Ταμεῖον τὸ ἔργον τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας.


       Ἡ πρώτη ἐπιστολὴ τὴν ὁποίαν στέλλει εἰς τὸν Ἀνυλῖνον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν διατακτικόν της χαρακτῆρα, ἀποτελεῖ εἰς τὴν κυριολεξίαν ἕνα κείμενον ἀρχῶν δημοσίου βίου. 
Γράφει μεταξὺ ἄλλων: 
«Τοιουτοτρόπως ἀντιλαμβανόμεθα ἡμεῖς τὴν φιλαγαθότητα, ὥστε νὰ θέλωμεν ὄχι μόνον νὰ μὴ βλάπτωμεν αὐτὰ ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν κατοχήν ἄλλου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐπιστρέφωμεν εἰς τοὺς κατόχους τους. Διὰ τοῦτο, ὅταν λάβῃς τὴν ἐπιστολήν αὐτήν, νὰ ἐνεργήσῃς ὥστε ὅσα κτήματα ἀνήκουν εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τῶν χριστιανῶν καὶ τώρα κατέχονται ἀπὸ συμπολίτας ἢ τρίτους, νὰ ἐπιστραφοῦν ἀμέσως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν... Φρόντισε λοιπὸν ὅλα αὐτὰ νὰ γίνουν συντόμως, ὥστε νὰ μάθωμεν ὅτι ἔχεις πειθαρχήσει μὲ κάθε ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἐντολήν μας». 
       Ἐντύπωσιν μάλιστα προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῷ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀπευθύνεται εἰς ἕνα ἱεραρχικῶς κατώτερόν του, τοῦ ἀπευθύνει τὸν λόγον εἰς ὕφος ἰδιαιτέρως οἰκεῖον καὶ εὐγενικόν. Εἰσαγωγικῶς τὸν προσφωνεῖ μὲ τὸ "Χαῖρε  Ἀνυλῖνε, τιμιώτατε ἡμῖν" καὶ ὡς τελικὸν χαιρετισμὸν χρησιμοποιεῖ τὴν φράσιν " Ὑγίαινε, Ἀνυλῖνε, τιμιώτατε καὶ ποθεινότατε" [Εὐσέβιος P.G. 20.880 - Χ.5].

       Εἰς ἀνάλογον ὕφος εἶνε καὶ ἡ ἑπομένη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀνθύπατον Ἀνυλῖνον, μὲ τὴν ὁποίαν τοῦ ζητᾶ νὰ καταβάλῃ ἀμοιβὴν εἰς τοὺς Κληρικοὺς καὶ ἐπὶ πλέον νὰ τοὺς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ κάθε δημοσίαν ὑπηρεσίαν, οὕτως ὥστε ἀπερίσπαστοι νὰ ἐξαντλοῦν τὴν δραστηριότητά τους εἰς τὰ πνευματικά τους καθήκοντα. Εἰς τὴν ἐπιστολήν του δὲν περιορίζεται εἰς μίαν ἁπλὴν παροχὴν τῆς διαταγῆς [ἡ διαταγὴ ἐξεδόθη εἰς τὰ πλαίσια τοῦ Νόμου τῆς 31.10.313], ἀλλὰ ἐξηγεῖ καὶ τοὺς λόγους ποὺ τὸν ὁδήγησαν εἰς τὴν συγκεκριμένην ἀπόφασιν: 

« Ἐπειδὴ ἀπὸ πολλὰ σημεῖα γίνεται φανερὸν ὅτι ἡ περιφρόνησις τῆς θρησκείας, εἰς τὴν ὁποίαν περιέχεται ὁ ὕψιστος σεβασμὸς πρὸς τὴν ἁγιωτάτην ἐπουράνιον δύναμιν, ἔχει προκαλέσει μεγάλους κινδύνους εἰς τὰς δημοσίας ὑποθέσεις, ἐνῷ ἀντιθέτως ἡ ἀποδοχὴ καὶ φύλαξίς της ἔχει λειτουργήσει εὐεργετικῶς, τόσον πρὸς τὸ κράτος ὅσον καὶ πρὸς τὰς ἀνθρωπίνους σχέσεις» [Εὐσέβιος, P.G. 20.893 - X.7].





       Μὲ τὰς ἐπιστολάς του αὐτὰς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν ἀρκεῖται εἰς τὴν ἁπλὴν δημοσιοποίησιν τοῦ θρησκευτικοῦ του φρονήματος, ἀλλὰ προάγει τὸν θεσμικὸν ῥόλον τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πιστεύει ὅτι ἡ καθολικὴ ἐπικράτησις τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τόσον τῆς δημοσίας ὅσον καὶ τῆς ἰδιωτικῆς εὐημερίας.


Ἐκ τοῦ βιβλίου:
Μέγας Κωνσταντῖνος ὁ Ἰσαπόστολος
Δημητρίου Ἀποστολίδου
Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου
Ἔκδοσις Β΄ ἀναθεωρημένη, Καβάλα Ἰανουάριος 2012
(Ἔκδοσις Α΄ Μάρτιος 2005)
Σελίδες 67-69


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ




ΠΡΩΤΟΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΝ
ΑΚΡΙΒΕΙΑ & ΝΗΣΤΕΙΑ

      Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας Αὐγουστῖνος, κατὰ κόσμον Καντιώτης διηκόνησεν ὡς Πρωτοσύγκελλος εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ὅταν ἦτο Διάκονος.
Ὁ ἐκ Θέρμου Αἰτωλίας ἀείμνηστος Πρεσβύτερος Δημήτριος Στέργιος μᾶς διηγήθη πολλὰς φορὰς τὸ ἑξῆς:
      Ὁ Διάκονος Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἦλθεν ἕνα Σάββατον εἰς τὸ Θέρμον. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, τὴν Κυριακήν, ἔλαβε μέρος ὡς Διάκονος εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, ἡ ὁποία ἐτελέσθη εἰς τὸν ἐνοριακὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Θέρμου, ὁ ὁποῖος εἶνε ἀφιερωμένος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ὑπὸ τὸν ἡλικιωμένον ἐφημέριον αὐτοῦ. Μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, μὲ ὁδηγὸν καὶ συνοδοιπόρον τὸν ἐκ Μάνδρας Θέρμου π. Δημήτριον Στέργιον, ἔκανε μίαν τριήμερον ὁδοιπορίαν εἰς τὰ χωριὰ τῆς ὀρεινῆς Αἰτωλίας. Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας ἔφθασαν εἰς τὸ χωριὸν Μελίγκοβα. Ἡ δασκάλα τοῦ χωριοῦ προθυμοποιήθη νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ εἰς τὴν οἰκίαν της. Ὅμως ὁ Διάκονος Αὐγουστῖνος ἀπεκρίθη·
   - Ἠμεῖς εἴμεθα καλόγεροι. Ἕνα τσάι θέλουμε μόνον καὶ θὰ διανυκτερεύσωμεν εἰς τὸ σχολεῖον.
Πράγματι αὐτὸ ἔγινε, καίτοι ὁδοιποροῦντες ὅλην τὴν ἡμέραν, πίνοντες μόνον ἕνα καφὲ μετὰ τὴν Λειτουργίαν.

      Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, τὴν Δευτέραν, μετὰ ἀπὸ ἕνα καφὲ ποὺ ἤπιαν, συνέχισαν τὴν ὁδοιπορίαν μέχρι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μέχρι ποὺ ἔφθασαν εἰς τὸ χωρίον Δρυμών. Ἐκεῖ ἦτο ἐφημέριος τότε ὁ ἀείμνηστος Πρεσβύτερος Ἰωάννης Χασάπης, πολύτεκνος ὢν μὲ πέντε θυγατέρας. Εἰς τὸν Δρυμῶνα ἐπανελήφθη τὸ ἴδιον σκηνικόν. Ὁ π. Ἰωάννης προθυμοποιήθη νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ νὰ τοὺς παραθέσῃ δεῖπνον ἕνα κόκκοραν ποὺ θὰ ἐμαγείρευεν ἡ Πρεσβυτέρα του. Εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Ἱερέως ὁ ἀκόλουθος διάλογος διημείφθη· 
   - Ἠμεῖς εἴμεθα καλόγεροι καὶ ὅπως θὰ γνωρίζῃς νηστεύομεν τὴν Δευτέραν. Εὐχαρίστως ὅμως νὰ πίωμεν ἕνα τσάι.
   - Ὅπως θέλει ὁ ὁρισμός σου, ἅγιε Πρωτοσύγκελλε. Ἐλᾶτε εἰς τὸ φτωχικόν μας νὰ σᾶς φτιάξῃ ἡ Πρεσβυτέρα τσάι καὶ νὰ ξαπλώσετε.
   - Σὲ εὐχαριστοῦμεν, πάτερ Ἰωάννη, διὰ τὴν πρόσκλησιν, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔλθωμεν εἰς τὴν οἰκίαν σου διότι ἔχεις μεγάλην οἰκογένειαν καὶ δὲν θέλομε νὰ σᾶς φέρωμεν ἀναστάτωσιν.

[Αὐτὰ εἶπεν ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος εἰς τὸν πατέρα Ἰωάννην. Ὁ δὲ πατὴρ Δημήτριος Στέργιος εἶπεν εἰς ἡμᾶς τὰ ἑξῆς: Ὁ π. Αὐγουστῖνος δὲν ἀπεδέχθη τὴν πρόσκλησιν τοῦ π. Ἰωάννου, ὄχι διὰ νὰ μὴ φέρῃ ἀναστάτωσιν εἰς τὴν ἱερατικὴν οἰκογένειαν, ἀλλὰ διότι ὁ π. Ἰωάννης εἶχε πέντε θυγατέρας, μερικαὶ ἐξ αὐτῶν εἰς ἡλικίαν γάμου. Ὁ π. Αὐγουστῖνος, παιδιά μου, "τὰ φύλαγε τὰ σκουριασμένα", "πρόσεχε τίς κακοτοπιές", δηλαδὴ ἦτο πολὺ προσεκτικὸς ἀποφεύγοντας τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου.]

      Κατόπιν τούτου, ἤπιαν ἕνα τσάι καὶ ἐκοιμήθησαν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ἐνοριακοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Δρυμῶνος.
      Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, τὴν Τρίτην, ὅταν ἤρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ, ὁ π. Δημήτριος (ὁ συνοδοιπόρος τοῦ π. Αὐγουστίνου) ἐξύπνησε καὶ κατηυθύνθη πρὸς τὴν ἔξοδον τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.
   - Ποῦ ὑπάγεις; Τὸν ἠρώτησεν ὁ Πρωτοσύγκελλος.
   - Ὑπάγω εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ π. Ἰωάννου νὰ ἴδω ἐὰν ἔμεινε φαγητόν, διότι πεινῶ!
   - Ὕπαγε καὶ ὅταν ἐπιστρέψῃς φέρε μου, σὲ παρακαλῶ, ἕνα τσάι.
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ π. Ἰωάννου, ὁ π. Δημήτριος ηὗρε τὸν ἀπονήρευτον π. Ἰωάννην ἔξυπνον, ὅστις μεταξὺ ἄλλων τοῦ εἶπεν·
   - Εὐλογημένε, δὲν ἐκοιμήθην ὅλην τὴν νύκτα! Διατί δὲν ἤλθατε νὰ κοιμηθῆτε εἰς τὸ πτωχικόν μου;
   - Γέροντά μου, πῶς νὰ ἔλθουν δύο νέοι Κληρικοὶ νὰ διανυκτερεύσουν εἰς τὴν οἰκίαν σου, ὅταν ἐσὺ ἔχῃς θυγατέρας εἰς ἡλικίαν γάμου;
      Ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, ἐγεύθη στερεᾶς τροφῆς τὴν Τρίτην τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐπέστρεψεν ὁδοιπορικῶς εἰς τὸ Θέρμον!

      Ἡμέραν τινα ἦλθεν διὰ προσκυνηματικοὺς λόγους εἰς τὸ Θέρμον, εἷς Πρεσβύτερος ἐξ Ἀθηνῶν. Ἐπεσκέφθη καὶ προσεκύνησε τὸν τόπον τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τὸν προσκυνηματικὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου εἰς τὸ Μέγα Δένδρον. Κατόπιν ἦλθε καὶ εἰς τὸν ἐνοριακὸν Ναόν μας.
      
      Κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ παρὸν ἦτο καὶ ὁ π. Δημήτριος Στέργιος. Ἡ συζήτησις ποὺ ἄρχισεν, ἔφθασε καὶ εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Αὐγουστῖνον. Ὁ μὲν π. Δημήτριος διηγήθη καὶ πάλιν τὸ ἀνωτέρω γεγονός, ὁ δὲ ξένος Κληρικὸς μᾶς ἐξιστόρησε τὰ ἑπόμενα δύο. Τὸ μὲν πρῶτον, τὸ ὁποῖον διεδραματίσθη εἰς τὸ Αἴγιον, τοῦ τὸ διηγήθη ὁ αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος Πρεσβύτερος τὸν ὁποῖον θὰ μνημονεύσω κατωτέρω, τὸ δὲ δεύτερον, τὸ ὁποῖον διεδραματίσθη εἰς τὴν Λάρισαν, τὸ ἐβίωσεν ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἦτο παρὸν εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ στρατοδικείου.



ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΝ
ΙΕΡΟΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ

      Κάποτε ὁ π. Αὐγουστῖνος ὡς Διάκονος, προσεκλήθη εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, τὴν ὁποίαν καὶ ἐπεσκέφθη. Κατέλυσεν εἰς τὸ Αἴγιον καὶ τὴν ἑπομένην ἡμέραν μαζὺ μὲ ἕνα Πρεσβύτερον ἐπῆγαν εἰς κάποιο χωρίον διὰ νὰ τελέσουν τὴν θείαν Λειτουργίαν. Διὰ τὴν μεταβίβασίν τους ἐχρησιμοποίησαν τὸ λεωφορεῖον τοῦ τοπικοῦ ΚΤΕΛ, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπέβαιναν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι.
      Ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ ἀναχωρήσουν τὸ λεωφορεῖον, παρὰ τὰς προσπαθείας τοῦ ὁδηγοῦ, δὲν ξεκινοῦσεν. Οἱ ἐπιβάται τοῦ λεωφορείου ἤρχισαν νὰ σιγοψιθυρίζουν λέγοντας ὅτι τὸ λεωφορεῖον δὲν ξεκινᾶ ἐξ αἰτίας τῶν Κληρικῶν.
      Τὸ ἤκουσεν ὁ π. Αὐγουστῖνος καὶ προέτεινεν εἰς τὸν Πρεσβύτερον νὰ κατέβουν ἀπὸ τὸ λεωφορεῖον. Κατόπιν τούτου, εἶπεν εἰς τὸν ὁδηγὸν νὰ ξεκινήσῃ τὸ λεωφορεῖον. Παρὰ τὰς προσπαθείας του τὸ λεωφορεῖον ἦτο ἀδύνατον νὰ ξεκινήσῃ.
      Τότε, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐπρότεινε νὰ γίνῃ τὸ ἀντίστροφον, δηλαδὴ νὰ μείνουν ἐκεῖνοι οἱ δύο Κληρικοὶ ἐντὸς τοῦ λεωφορείου καὶ νὰ κατέβουν οἱ λαϊκοί. Τούτου γενομένου καὶ μὲ τὰς προσευχὰς βεβαίως τῶν δύο Κληρικῶν, ἡ μηχανὴ τοῦ λεωφορείου ξεκίνησεν ἀμέσως!
      Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὀφθαλμοφανὲς θαυμαστὸν γεγονός, καθ᾿ ὁδὸν ηὗρεν εὐκαιρίαν ὁ π. Αὐγουστῖνος νὰ ὁμιλήσῃ εἰς τοὺς ἐπιβάτας τοῦ λεωφορείου περὶ μετανοίας καὶ πνευματικῆς ζωῆς.



ΤΡΙΤΟΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΝ
ΑΘΩΟΣ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

      Ὅταν ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος ὑπηρέτησεν ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Στρατόν. Ἡ  Ἑλλὰς τότε εἶχε βασιλέα τὸν Παῦλον καὶ βασίλισσαν τὴν Φρειδερίκην. 
      Κάποτε ἡ βασίλισσα Φρειδερίκη ἔκανε κάτι μὴ ὀρθόδοξον καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔπαυσε νὰ τὴν μνημονεύῃ. Ἕνεκα τούτου τὸν ὁδήγησαν εἰς τὸ Στρατοδικεῖον τῆς Λαρίσης διὰ νὰ δικασθῇ.
      Ὅταν τοῦ ἐδόθη ὁ λόγος, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐζήτησεν ἀπὸ τοὺς στρατοδίκας δέκα ὥρας διὰ νὰ ἀπολογηθῇ. Οἱ στρατοδίκαι ἐδέχθησαν τὸ αἴτημά του, ἀλλ᾿ ἐν τέλει δὲν ἐχρειάσθη εἰμὴ μόνον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας. Καὶ ὁ λόγος ἦτο ὁ ἑξῆς:
      Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἤρχισε τὴν ἀπολογίαν του ἀπευθυνόμενος εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτοι εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ κρεμόταν ἐπάνω καὶ ὄπισθεν τῶν Δικαστῶν. Τότε ἡ εἰκὼν ἔφυγεν ἀπὸ τὴν θέσιν της! Δὲν ἔπεσε κάτω, δὲν ἔφυγε τὸ καρφὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἦτο κρεμασμένη, ἀλλὰ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν θέσιν της, ἐπέρασεν ἐπάνω ἀπὸ τὰς κεφαλὰς τῶν Δικαστῶν καὶ ἐστάθη ὄρθια ἐπάνω εἰς τὰ ἕδρανα τοῦ δικαστηρίου!
      Κατόπιν τούτου ὁ Πρόεδρος τοῦ στρατοδικείου ἀνεφώνησεν:
   - Ἀθῷος ὁ κατηγορούμενος! Λύεται ἡ συνεδρίασις.


Νὰ ἔχωμε τὴν εὐχήν του.

Κωνσταντῖνος Ἱερομόναχος
(κατὰ κόσμον Τριανταφύλλου)

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Η ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΡΕΝΩΝ ΜΑΝΙΑ

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως


                   

             

    «Πάντα μὲν οὖν ἄτιμα τὰ πάθη, μάλιστα δὲ ἡ κατὰ τῶν ἀρρένων μανία… Τοιαύτη γὰρ ἦν ἡ μῖξις τῶν ἀνδρῶν τῆς γῆς Σοδόμων, τὸ τοιοῦτον σῶμα ἀχρη­στότερον ἀποφαίνουσα. Τί γὰρ ἀνδρὸς πεπορνευμένου μυσαρώτερον; τί δὲ ἐνα­γέστερον; Ὢ τῆς μανίας! ὢ τῆς πα­ρα­πληξίας! πόθεν εἰσεκώμασεν ἡ ἐπι­θυ­μία αὕτη, τὰ τῶν πολεμίων διατιθεῖσα τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μᾶλλον δὲ καὶ ἐκείνων χαλεπωτέρα, ὅσῳ καὶ ψυχὴ σώ­ματος ἀμείνων; Ὦ καὶ ἀλόγων ὑμεῖς ἀ­νοητότεροι, καὶ κυνῶν ἀναιδέστεροι! Οὐ­δαμοῦ γὰρ τοιαύτη μῖξις παρ’ ἐ­κεί­νοις, ἀλλ’ ἐπιγινώσκει τοὺς ἰδίους ὅ­ρους ἡ φύσις· ὑμεῖς δὲ καὶ τῶν ἀλόγων ἀτιμότερον τὸ γένος εἰργάσασθε τὸ ὑ­μέτερον καθυβρίζοντες».

(Δ´ Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολήν, PG 60, 416, 420)

Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις:

    «Ὅλα ἀναμφιβόλως τὰ πάθη εἶ­ναι ἀ­τι­μωτικά, κατεξοχὴν ὅμως ἡ ἀρρενομα­νία… Τέτοια ἀκριβῶς ἦταν ἡ σεξουαλικὴ ἀνάμειξη τῶν ἀνδρῶν τῆς γῆς τῶν Σοδόμων. Ἀνάμειξη ποὺ καθιστοῦσε τὸ σῶμα τους τελείως ἄχρηστο. Διότι τί εἶ­ναι πιὸ ἀηδιαστικὸ καὶ τί πιὸ μολυσμένο ἀπὸ τὸν ἄνδρα ποὺ ἔχει πα­ραδοθεῖ στὴν πορνεία; Ὦ, τί τρέλα! Τί παραφροσύνη! Ἀπὸ ποῦ εἰσέβαλε ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ ποὺ προξένησε στὴν ἀνθρώπι­νη φύση αὐτὰ ποὺ θὰ τῆς ἔκαναν οἱ ἐ­χθροί; Ἢ μᾶλλον χειρότερη κι ἀπ’ τοὺς ἐχθρούς, καὶ τόσο ὅσο ἀνώ­τερη εἶναι ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα; Ὦ ἄν­θρωποι, ἐσεῖς ποὺ γίνατε πιὸ ἀνόητοι ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ πιὸ ξεδιάντροποι ἀπὸ τὰ σκυλιά! Διότι τέτοια ὁμόφυλη σαρ­κικὴ μείξη δὲν συν­αντιέται πουθενὰ σ’ αὐτά, ἀλλὰ ἡ φύση γνωρίζει καλὰ τοὺς νόμους της. Ἐσεῖς ὅμως μὲ τὸ νὰ ἐξευ­τελίζετε τὸ φύλο σας τὸ καταστήσατε ἀθλιότερο ἀπὸ τὰ ζῶα.»