Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΣΗΜΙΑΣ ΕΝ ΤΩ ΟΥΡΑΝΩ




       Πρὸ τῆς στρατιωτικῆς συγκρούσεώς του μὲ τὸν Μαξέντιον, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἤθελε νὰ προσευχηθῇ, ἤθελε νὰ ζητήσῃ βοήθειαν, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ Εὐσέβιος, δὲν ἤξερεν εἰς ποῖον Θεὸν νὰ ἀπευθυνθῇ [Α΄ Λόγος, P.G. 20.941 - Ι.27].
Τότε ἔφερε νοερῶς εἰς τὴν σκέψιν του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζί τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορίαν. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἐπίστευαν εἰς πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους, ὁ Σεβῆρος, ὁ Μαξιμιανός, ὁ Γαλέριος, εἶχαν τραγικὸν τέλος. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ προσεύχεται εἰς τὸν Θεόν, ὑψώνοντας τὸ δεξιόν του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθῇ ["Φῆναι αὐτῷ ἑαυτὸν ὅστις εἴη", Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.941 - Ι.27].
Ἐνῷ προσευχόταν, διαγράφεται εἰς τὸν οὐράνιον θόλον μία πρωτόγνωρος θεοσημία.
(Τὸ ὄραμα ἀπεικονίζεται εἰς μίαν μικρογραφίαν τοῦ 9ου αἰῶνος εἰς τὴν Ἐθνικὴν Βιβλιοθήκην τοῦ Παρισίου καὶ εἰς τοιχογραφίαν τοῦ Pierro della Francesca εἰς τὸν Ναὸν τοῦ "Ἁγίου" Φραγκίσκου τοῦ Arezzo τοῦ 15ου αἰῶνος).
       Ὁ  Εὐσέβιος μάλιστα θέλοντας νὰ προλάβῃ κάθε ἀμφισβήτησιν τῆς ἀξιοπιστίας του, διαβεβαιώνει πὼς τὸ περιστατικὸν αὐτὸ τοῦ τὸ ἐξομολογήθη μεθ᾿ ὅρκου ὁ ἴδιος ὁ Κωνσταντῖνος, ὅταν πολλὰ χρόνια ἀργότερον εἶχαν γνωρισθῇ οἱ δύο καὶ πὼς ἂν τὸ ἄκουγεν ἀπὸ τρίτους, δὲν θὰ τὸ ἐπίστευεν οὔτε ὁ ἴδιος [Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.944 - Ι.28].

       Ἰδοὺ πῶς περιγράφει τὸ γεγονός:
"Κατὰ τὸ ἀπομεσήμερον λοιπὸν καὶ ἐνῷ ὁ ἥλιος ἤρχισε νὰ γέρνῃ πρὸς τὴν δύσιν, ὁ Κωνσταντῖνος βλέπει ἰδίοις ὄμμασι ἄνωθεν τοῦ ἡλίου τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ νὰ λάμπῃ καὶ δίπλα του τὰς λέξεις "τούτῳ νίκα" (Λατινιστὶ "in hoc Signo Vinces). Ἔμπροσθεν τοιούτου θεάματος ἔμεινεν ἔκθαμβος τόσον ὁ ἴδιος ὅσον καὶ ὁλόκληρον τὸ στράτευμα. Καὶ καθὼς ἐπροσπαθοῦσε νὰ ἀντιληφθῇ τί εἶχε συμβῆ, ἐπέρασεν ἡ ὥρα καὶ ἐνύκτωσεν. Τότε λοιπὸν ἐμφανίζεται εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Κύριος μὲ τὸ σύμβολον τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προτρέπει νὰ φτιάξῃ ἕνα λάβαρον μὲ τὴν ἀπομίμησίν του καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιῇ ὡς φυλακτήριον εἰς τοὺς πολέμους".
       [" Ἀμφὶ μεσημβρινὰς ἡλίου ὥρας, ἤδη τῆς ἡμέρας ἀποκλινούσης, αὐτοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν ἔφη ἐν τῷ οὐρανῷ ὑπερκείμενον τοῦ ἡλίου σταυροῦ τρόπαιον ἐκ φωτὸς συνιστάμενον, γραφήν τε ἐπ᾿ αὐτῷ συνηφθῆναι λέγουσαν, τούτῳ νίκα. Θάμβος δ᾿ ἐπὶ τῷ θεάματι κρατῆσαι αὐτόν τε καὶ τὸ στρατιωτικὸν ἅπαν...", Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.941 - Ι.29].



       Εἰς τοὺς μεταγενεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἱστοριογράφους καὶ χρονικογράφους δὲν ὑπῆρξε καμμία ἀπολύτως ἀμφιβολία ὡς πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ συμβάντος. Οὕτω λοιπόν, ὁ Σωκράτης περιγράφει:
       "Κατὰ μεσημβρίαν καὶ ἐνῷ ἡ ἡμέρα ἤρχισε νὰ φεύγῃ, εἶδεν εἰς τὸν οὐρανὸν μίαν φωτεινὴν στήλην καὶ δίπλα της τὴν ἐπιγραφὴν τούτῳ νίκα. Ἦτο τόσον μεγάλη ἡ ἔκπληξις τοῦ βασιλέως, ὥστε δὲν ἐπίστευεν εἰς αὐτὸ ποὺ ἔβλεπεν καὶ ἐρωτοῦσε τοὺς παρευρισκομένους ἂν ἔβλεπαν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιον" [Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 67.36 - I.2].
       Ὁ Σωζομενὸς μὲ τὴν σειρὰν του παραθέτει πὼς " Ὁ ἴδιος ὁ Εὐσέβιος εἶπεν ὅτι ἤκουσε τὸν βασιλέα νὰ ὁρκίζεται πὼς κατὰ τὸ ἀπομεσήμερον καὶ ἐνῷ ὁ ἥλιος ἤρχισε νὰ γέρνῃ, βλέπει εἰς τὸν οὐρανόν, αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶται αὐτοῦ, τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν ἐπιγραφὴν τούτῳ νίκα" [Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 67.865 - I.3].
Ὁ Γελάσιος πάλιν, γράφει πὼς " Ὁ  Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὁπλίζει τὸν Κωνσταντῖνον δείχνοντάς του τὸ φωτεινὸν σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὰς λέξεις τούτῳ νίκα. Καὶ αὐτὸ διὰ τοὺς ἀπίστους εἶνε μῦθος καὶ φαντασία, διὰ τὴν ἰδικήν μας πίστιν ὅμως ἀποτελεῖ χάριν". [Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 85.1204 - Ι.4].
       Τὸ θαυμαστὸν γεγονὸς τῆς θεοσημίας μεταφέρεται σχεδὸν ὁμοφώνως καὶ εἰς τὴν χρονογραφικὴν φιλολογίαν τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. Οὕτω λοιπόν, ὁ Θεοφάνης γράφει πὼς "Καὶ ἐνῷ ὁ Κωνσταντῖνος εὑρισκόταν εἰς κατάστασιν μεγάλης ἀγωνίας, ἐμφανίζεται εἰς αὐτὸν τὴν ἕκτην ὥραν τῆς ἡμέρας τὸ φωτεινὸν σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ δίπλα του ἡ ἐπιγραφὴ ἐν τούτῳ νίκα [Χρονογραφία, P.G. 108.81].
       Ὁ  Ἰωάννης Ζωναρᾶς περιγράφει πὼς "Καθὼς ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε τὴν προσωπικήν του ἀγωνίαν, ἐφάνη εἰς τὸν οὐρανὸν εἰς τὸ μέσον τῆς ἡμέρας ὁ σταυρικὸς τύπος καὶ ἡ ἐπιγραφὴ ἐν τούτῳ νίκα" [Ἐπιτομή, P.G. 134.1100 - XIII.1].
       Ὁ  Γεώργιος Κεδρηνὸς παραθέτει πὼς "Κατὰ τὴν ἕκτην ὥραν ἐμφανίζεται ὁ Τίμιος Σταυρὸς κατασκευασμένος ἀπὸ φῶς ἔχοντας ἐπιγραφὴν ἀπὸ ἀστέρια ἐν τούτῳ νίκα."
[Σύνοψις, P.G. 121.517].
       Ὁ  Ἐφραίμιος πάλιν γράφει πὼς " Ἐφάνη ὁ τύπος τοῦ σταυροῦ εἰς τὸ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ γράμματα ἀπὸ ἄστρα ποὺ ἔλεγαν ἐν τούτῳ νίκα." [Χρονικόν, P.G. 143.26].
       Κατὰ τὸν Μιχαὴλ Γλυκᾶ, ὁ Κωνσταντῖνος "εἶδεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν Τίμιον Σταυρὸν." [Χρονογραφία P.G. 158 - IV]
       Πολὺ ἀργότερον ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος θὰ γράψῃ πὼς "Κατὰ τὴν μεσημβρίαν καὶ ἐνῷ ἄρχισε νὰ γέρνῃ ὁ ἥλιος πρὸς τὴν δύσιν, γίνεται ἕνα θαῦμα. Ἐμφανίζεται μία πυρίνη στήλη εἰς σχῆμα σταυροῦ καὶ ῥωμαϊκὰ γράμματα ποὺ ἐγράφησαν μὲ ἀστέρια, ἐν τούτῳ νίκα."
[Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146 XXVIII.28].
       Τέλος, ὁ Ἰωάννης Μαλάλας φαίνεται νὰ μὴ ἔχῃ ἀκριβῆ πληροφόρησιν, ἀφοῦ γράφει πὼς "καθὼς ὁ ὕπνος κατέλαβε τὸν Κωνσταντῖνον καὶ ἐνῷ κοιμόταν, εἶδε σταυρὸν εἰς τὸν ὁποῖον ὑπῆρχεν ἡ ἐπιγραφὴ ἐν τούτῳ νίκα." [Λόγος χρόνων Μ. Κωνσταντίνου, P.G. 97 - ΧΙΙΙ]. 

       Εἰς τὴν περιγραφὴν ποὺ κάνει ὁ Εὐσέβιος ὑπάρχει μία φαινομενικὴ ἀντίφασις, σχετικῶς μὲ τὸν ἀκριβῆ χρόνον τῆς θεοσημίας. Καὶ αὐτὸ διότι, ἐνῷ ἀρχικῶς χρησιμοποιεῖ τὰς κρισίμους λέξεις "ἀμφὶ μεσημβρινὰς ἡλίου ὥρας" εἰς τὴν συνέχειαν προσδιορίζει τὸν χρόνον μὲ τὴν φράσιν "ἤδη τῆς ἡμέρας ἀποκλινούσης". Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸν ὅμως αὐτῶν τῶν δύο χρονικῶν προσδιορισμῶν καὶ μὲ τὴν ἐπισήμανσιν πὼς τὸ γεγονὸς ἐσυνέβη εἰς τὰ τέλη Ὀκτωβρίου, θὰ πρέπῃ νὰ θεωρήσωμεν ἀσφαλὲς πὼς ἡ ὥρα ποὺ ἐξεδηλώθη ἡ θεοσημία ἦτο περίπου ἡ 5η ἀπογευματινή.     

       Εἶδε πράγματι τὸ ὅραμα ὁ Μ. Κωνσταντῖνος; Ὄχι, ἀπαντοῦν μερικοί. Ἡ ἀμφισβήτησις ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ ἂς σημειωθῇ καλλιεργήθη ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὰς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, τροφοδοτήθη ἀπὸ μίαν φαινομενικὴν δυσαρμονίαν ποὺ ὑπάρχει εἰς τὰς ἱστορικὰς πηγάς. Συγκεκριμένως, οὔτε ὁ Λακτάντιος οὔτε ὁ Εὐσέβιος, ὅταν κατέγραψαν τὴν σύγκρουσιν τοῦ Μαξεντίου καὶ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀνεφέρθησαν εἰς τὸ ὅραμα τοῦ δευτέρου. Οὕτω, ὁ μὲν Λακτάντιος εἰς τὸ ἔργον του "περὶ τοῦ θανάτου τῶν διωκτῶν" ἁπλῶς ἀναφέρει ὅτι πρὸ τῆς μάχης ὁ Μ. Κωνσταντῖνος "εἶδεν ἕνα ὄνειρον ποὺ τὸν προέτρεπε νὰ διατάξῃ τὴν χάραξιν τοῦ οὐρανίου σημείου εἰς τὰς ἁσπίδας τῶν στρατιωτῶν του", ἐνῷ ὁ Εὐσέβιος εἰς τὴν "Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν" του (9ον βιβλίον κυρίως), ποὺ ἐγράφη εἰς τὰ τέλη τοῦ 312 μ.Χ., γράφει ἁπλῶς ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐπεκαλέσθη ὡς σύμμαχον τὸν οὐράνιον Θεόν. Διὰ πρώτην φορὰν ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρεται εἰς τὸ ὅραμα, εἰς τὸ ἔργον του "Εἰς τὸν βίον βασιλέως Κωνσταντίνου" (Λόγος Α΄), τὸ ὁποῖον ἔχει γραφῆ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ εἰς χρονικὴν ἀπόστασιν 25 ἐτῶν τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ πρῶτον ἔργον.
       Μία ἀντικειμενικὴ ἔρευνα τῶν πηγῶν μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τὸ εὔλογον συμπέρασμα ὅτι οὔτε ὁ Λακτάντιος οὔτε ὁ Εὐσέβιος, ὅταν κατέγραφαν τὰ γεγονότα, ἐγνώριζαν ὁτιδήποτε περὶ τοῦ ὁράματος. Ἀπ᾿ ὅτι φαίνεται, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δὲν ἠθέλησε νὰ δημοσιοποιήσῃ τὴν πρωτόγνωρον ἐμπειρίαν του. Αὐτὸ ἀποφασίζει νὰ τὸ κάνῃ μετὰ ἀπὸ πολλὰ ἔτη, ὅταν πλέον συνδέεται φιλικῶς μὲ τὸν Εὐσέβιον. Τοῦ ἀνοίγει τὴν καρδίαν του καὶ μὲ διαβεβαίωσιν ὅρκου τοῦ ἐξιστορεῖ τὰς στιγμὰς τῆς θεοσημίας. Ἄλλωστε αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος μάλιστα συμπληρώνει πὼς ἡ ἀλλαγὴ εἰς τὴν συμπεριφορὰν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἦτο καὶ ἡ πιστοποίησις τῆς εἰλικρινείας του.

       Ἐν σχέσει μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὅμως ὁ J. J. Norwich [Σύντομος Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, Ἀθήνα 1999, σ. 55] εἰσάγει ἕνα εὔλογον προβληματισμὸν εἰς τὴν βιβλιογραφίαν. Πῶς εἶνε δυνατὸν ὁλόκληρος στρατὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ παρηκολούθησε τὴν θεοσημίαν καὶ τελικῶς τὸ γεγονὸς νὰ μὴ τὸ ἐπληροφορήθη οὔτε ὁ Εὐσέβιος οὔτε καὶ ὁ Λακτάντιος; Τὸ βέβαιον εἶνε πὼς μάρτυρες τῆς θεοσημίας ἦσαν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνον καὶ οἱ λιγοστοὶ ἀξιωματοῦχοι ποὺ ἐκείνην τὴν ὥραν εὑρίσκονται εἰς τὴν σκηνήν του. Ἡ ἀναφορὰ εἰς ὁλόκληρον τὸ στράτευμα συνιστᾶ προφανῆ συγγραφικὴν ὑπερβολὴν τοῦ Εὐσεβίου. Ἄλλωστε ὁ ἱστορικὸς αὐτὸς μᾶς βεβαιώνει ὅτι, ὅταν τὸ ξημέρωμα ἐσηκώθη ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀπεκάλυψεν εἰς τοὺς φίλους του τὸ μυστικὸν τοῦ ὀνείρου ποὺ εἶχεν ἰδῆ τὴν νύκτα ["Τοῖς φίλοις ἐξηγόρευσεν τὸ ἀπόῤῥητον", Α΄ Λόγος, P.G. 20.944 - Ι.29].

       Ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ ταξινομήσωμε τὰς διαφόρους ἐπικρίσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ ἐν σχέσει μὲ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδεν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, θὰ διεκρίναμεν μεταξὺ αὐτῶν πού:
1ον. Θέλουν τὸ ὅραμα ὡς ἔντεχνον καὶ σκόπιμον ἐφεύρημά του,
2ον. Θέλουν τὸ ὅραμα ὡς εὑρηματικὴν ἐπινόησιν τοῦ Εὐσεβίου [Henri Gregoire, La conversion de Constantin, Bruxelles, 1931],
3ον. Τὸ ὑποβιβάζουν εἰς φυσικὸν φαινόμενον [Arnold Jones,  La conversion de Constantin, Bruxelles, 1931, σ. 97] καὶ
4ον. Τὸ ἀποδίδουν εἰς διάθεσιν αὐτοπροβολῆς τοῦ αὐτοκράτορος [J. J. Norwich, La conversion de Constantin, Bruxelles, 1931, σ. 55].
       Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν πρώτην ἄποψιν, θὰ παρατηρούσαμεν ὅτι, ἂν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος "κατεσκεύαζε" τὸ ὅραμα διὰ λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητος, τότε θὰ ἐφρόντιζε νὰ δημοσιοποιήσῃ ἀμέσως τὴν ὑποτιθεμένην ἐμπειρίαν του. Ἐδῶ ὅμως ἐσυνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον. Ὄχι μόνον δὲν τὸ ἐξεμυστηρεύθη ἀμέσως, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἐκράτησεν στάσιν παρατεταμένης σιωπῆς καὶ τὸ ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν Εὐσέβιον εἰκοσιπέντε ἔτη ἀργότερον. Ὁ δὲ Εὐσέβιος ἐφύλαξε τὸ μυστικὸν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τὸ ἐδημοσιοποίησε μόνον ἀφοῦ εἶχε πλέον ἀποβιώση. Ἂν πρόθεσις τοῦ Εὐσεβίου ἦτο νὰ μεγεθύνῃ τὴν μεταθανάτιον αἴγλην τοῦ αὐτοκράτορος μὲ τὴν ἀναφορὰν εἰς ἕνα θαῦμα, τότε διατί δὲν ἀνεφέρθη καὶ εἰς ἄλλα;
Βεβαίως, ἔχομε πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν ἄποψιν τοῦ καθηγητοῦ Βλασίου Φειδᾶ [La conversion de Constantin, Bruxelles, 1931, σ. 325], ὅτι ἡ ἐμμονὴ τοῦ Εὐσεβίου εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῆς θεοσημίας, δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν σπουδήν του νὰ θεμελιώσῃ εἰς τὴν θεοσημίαν τὴν πολιτικήν του θεολογίαν. Καὶ αὐτό, διότι οὕτω ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δέχεται θείαν κλῆσιν, γίνεται ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, "σκεῦος ἐκλογῆς", πρὶν ἀκόμη βαπτισθῇ καὶ λειτουργεῖ ὡς ἐπίγειος εἰκὼν τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ὅμως ἀρκετὴ ἡ λογικὴ αὐτὴ ὑπόθεσις, ὥστε νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὴν ἀπόῤῥιψιν τοῦ ὁράματος ὡς πραγματικοῦ γεγονότος; Καὶ ἂν ὁ Εὐσέβιος εἶχε λόγους νὰ βάλῃ εἰς τὸ ἔργον του ἕνα παραμυθένιον ὅραμα, ὁ Λακτάντιος δὲν εἶχεν ἀπολύτως κανένα λόγον νὰ δημιουργήσῃ ἕνα παραμυθένιον ὄνειρον. Καὶ ἂν προσχωρούσαμεν εἰς τὴν ἄποψιν τοῦ Γ. Κορδάτου καὶ ἀποῤῥίπταμεν εἰς φανταστικὰς τόσον τὰς ἱστορήσεις ποὺ μᾶς παρέχει ὁ Εὐσέβιος ὅσον καὶ αὐτὰς ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ Λακτάντιος, ποῖον ἆρά γε εἶνε τὸ συγκλονιστικὸν γεγονὸς ποὺ ἐσυνέβη εἰς τὴν προσωπικὴν ζωὴν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ ποὺ ἐπηρέασε τόσον ἐντόνως τὴν θρησκευτικήν του συνείδησιν; Διότι ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσωμεν εἶνε ὅτι ἐκείνην τὴν ἡμέραν κάτι συνταρακτικὸν διεδραματίσθη εἰς τὴν συνείδησίν του.
       Ἐξ ἴσου ἀβάσιμος ὅμως εἶνε καὶ ἡ ἄποψις ποὺ ἀποδίδει τὴν θεοσημίαν εἰς φυσικὰ αἴτια. Εἰδικότερον ὑπάρχει ἡ ἐκτίμησις ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶδεν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δὲν ἦτο τίποτε περισσότερον ἀπὸ τὸ φαινόμενον "ἅλως". Ἕνα φαινόμενον τοπικὸν καὶ παροδικόν, ἀνάλογον μὲ τὸ οὐράνιον τόξον. Ὑποστηρίζεται ὅτι τὸ φαινόμενον αὐτὸ δημιουργεῖται ὅταν αἱ ἡλιακαὶ ἀκτῖνες πέφτουν ὄχι ἐπάνω εἰς σταγόνας βροχῆς, ἀλλὰ ἐπάνω εἰς παγοκρυστάλλους. Συμφώνως μὲ τοὺς ὑποστηρικτὰς τῆς θεωρίας αὐτῆς, συνήθως σχηματίζεται ἡ μορφὴ φωτεινοῦ δακτυλίου, ποὺ εἰς τὸ ἐσωτερικόν του ἔχει ἕνα φωτεινὸν σταυρόν. Ἡ ἐκδοχὴ αὐτὴ ὅμως ἔχει ἕνα σοβαρότατον μειονέκτημα. Δὲν δίδει καμμίαν ἀπολύτως ἐξήγησιν διὰ τὴν ἐπιγραφὴν "τούτῳ νίκα".
       Ἀνάλογα προβλήματα ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως παρουσιάζει καὶ ἡ ἄποψις ποὺ θέλει τὸν Μ. Κωνσταντῖνον νὰ τελῇ εἰς κατάστασιν αὐθυποβολῆς καὶ νὰ βλέπῃ ἕνα θαῦμα, "ἐπειδὴ εἰς τὴν ἐποχήν του ἡ ὕπαρξις τῶν θαυμάτων καὶ τῶν οὐρανίων μηνυμάτων ἦτο κάτι γενικῶς ἀποδεκτόν. Ἀφοῦ ἠμποροῦσε νὰ ἰδῇ ἕνα ὅραμα καὶ ἀφοῦ ὑπὸ τὰς περιστάσεις θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ιδεῖ ἕνα ὅραμα, τότε εἶδε ἕνα ὅραμα" [J. J. Norwich, La conversion de Constantin, Bruxelles, 1931, σ. 56]. Πρὸ τῆς περιγραφῆς τῆς θεοσημίας, ὁ Εὐσέβιος σκιαγραφῶντας τὴν δραματικὴν κατάστασιν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἔγραφεν ὅτι ἤθελε νὰ προσευχηθῇ, ἤθελε νὰ ζητήσῃ βοήθειαν, ἤθελε κάπου νὰ ἀκουμπήσῃ τὰς ἐλπίδας του, ἀλλὰ δὲν ἤξερεν εἰς ποῖον Θεὸν νὰ ἀπευθυνθῇ. Ἦτο πράγματι τραγικόν. Μία ἀδέσποτος ψυχή, μία ἀδιαμόρφωτος θρησκευτικὴ συνείδησις, μία καρδία ποὺ κάποτε εἶχεν ἀκούση διὰ τοὺς θεοὺς τῆς Ῥώμης, διὰ τὸν θεὸν-ἥλιον, διὰ τὸν Θεὸν-Χριστόν, αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκην νὰ γονατίσῃ, νὰ προσευχηθῇ, νὰ ἐκλιπαρήσῃ, νὰ δακρύσῃ καὶ δὲν εὕρισκεν ἀποδέκτην. Ποίου Θεοῦ τὴν πόρταν νὰ κτυπήσῃ; "Τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας ἦτο ἁπλωμένον εἰς τὴν ψυχήν του. Ἐπάλευε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ξεπεράσῃ τὸ ὅριον τοῦ σκότους. Ἐπίστευεν εἰς ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀντιληφθῇ" [Λόγος Γέροντος Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου]. Μία τοιαύτη ἀβέβαιος συνείδησις δὲν αὐθυποβάλλεται ποτέ. Μία τοιαύτη ἀβέβαιος συνείδησις δὲν αὐθυποβάλλεται ποτέ. Ἄγεται καὶ φέρεται, πλανᾶται καὶ παλινδρομεῖ, προσπαθεῖ νὰ ὀρθοποδήσῃ, διαμορφώνει εὐολίσθους πνευματικὰς ῥοπάς, ὅμως δὲν αὐθυποβάλλεται. Διατί; Διότι ἁπλούστατα δὲν ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ἀκόμη οἱ μηχανισμοὶ ἐσωτερικῆς πειθοῦς ποὺ διεγείρουν τὸ "ἐγὼ" καὶ τὸ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀποδοχὴν τοῦ μὴ ὑπαρκτοῦ. Δὲ ἔχει ἄποψιν δι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶδεν, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ζητεῖ νὰ μάθῃ τί εἶνε αὐτὸ ποὺ εἶδεν. Οὕτω λοιπόν, καλεὶ κοντά του Κληρικοὺς καὶ τοὺς ἐρωτᾶ ποῖο εἶνε τὸ νόημα τοῦ ὁράματος καὶ βεβαίως θέλει νὰ μάθῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα διὰ τὸν Χριστὸν [" Ἠρώτα, τίς τε ὁ τῆς ὀφθείσης ὄψεως λόγος", Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.948 - Ι.32]. Ἔκτοτε, κατὰ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Εὐσεβίου, ἐκράτησε κοντά του μονίμους πνευματικοὺς συμβούλους καὶ ἄρχισε νὰ μελετᾷ τὰ ἱερὰ κείμενα.       

       Ὅμως ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν ἀρκεῖται μόνον εἰς αὐτά. Ἔχοντας ἐπηρεασθεῖ βαθύτατα ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καλεῖ χρυσοχόους καὶ τοὺς παραγγέλλει νὰ κατασκευάσουν σταυροειδῆ σημαίαν ἀπὸ χρυσὸν καὶ πολυτίμους λίθους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ὑπῆρχε στεφάνι ἀπὸ πολυτίμους λίθους καὶ ἐντὸς αὐτοῦ ἡ ἀπεικόνισις τοῦ χριστιανικοῦ μονογράμματος [Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.945 - I.31]. Αὐτὴ ἡ σημαία, ἡ ὀνομασθεῖσα "Λάβαρον", ἐχρησιμοποιήθη ὡς ἀμυντήριον ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ἐνῷ ἀργότερον τὸ χριστιανικὸν μονόγραμμα τοποθετήθη καὶ εἰς τὰς περικεφαλαίας τῶν στρατιωτῶν.   

       Ἡ μάχη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου ἐδόθη τῇ 28ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ 312 μ.Χ..
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἰσέρχεται εἰς τὴν Ῥώμην θριαμβευτικῶς. Δὲν ἀποκλείεται μάλιστα νὰ ἦτο ἡ πρώτη του ἐπίσκεψις εἰς τὴν πόλιν αὐτήν. Οἱ Ῥωμαῖοι τῶν ἐπευφημοῦν ὡς ἀπελευθερωτήν. Ἴσως ὅμως μερικοὶ νὰ ἀπογοητεύωνται ὅταν τὸν βλέπουν νὰ ἀρνῆται τὴν προσφορὰν θυσίας εἰς τοὺς θεοὺς τῆς Ῥώμης. Ἀποτελοῦσε μακροχρόνιον παράδοσιν εἰς τὴν Ῥώμην, ὁ νικητὴς αὐτοκράτωρ νὰ εὐχαριστῇ μὲ θυσίαν τοὺς θεούς. Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅμως, ἡ παράδοσις αὐτὴ καταλύεται ὁριστικῶς [Κωνσταντῖνος Παπαῤῥηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, Ἀθῆναι 1932, σ. 309].           

       Μετὰ τὴν κατασκευὴν τῆς σημαίας μὲ τὸ χριστιανικὸν ἔμβλημα, ἡ ἄρνησις θυσίας εἰς τοὺς θεοὺς ἀποτελεῖ τὴν δευτέραν σαφῆ δημοσίαν ἐκδήλωσιν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἡ ἀποστροφή του πρὸς τὴν εἰδωλολατρείαν εἶνε φανερά. Αὐτὸ προβληματίζει σοβαρῶς τοὺς συγκλητικούς. Ἀποτελοῦσεν ἐπίσης ῥωμαϊκὴν παράδοσιν ἡ κατασκευὴ ἁψίδος θριάμβου κάτωθεν τῆς ὁποίας εἰσερχόταν ὁ νικητὴς αὐτοκράτωρ. Εἰς τὴν ἁψίδα ὑπῆρχε πάντοτε εὐχαριστήριος ἐπιγραφὴ πρὸς τοὺς θεούς, ἡ εὔνοια τῶν ὁποίων ἦτο μὲ τὸ μέρος τοῦ νικητοῦ. Πῶς ὅμως οἱ συγκλητικοὶ θὰ ἠμποροῦσαν νὰ κάνουν εἰς τὸ κείμενον ἀναφορὰν εἰς θεοὺς πρὸς τοὺς ὁποίους ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἤδη ἔδειξε τὴν ἀπαρέσκειάν του; Ἐν τέλει, τὸ κείμενον ποὺ συνετάχθη καὶ ἀσφαλῶς ἐτέθη ὑπ᾿ ὄψιν του, ἀντικαθιστοῦσε τὸν πληθυντικὸν ὅρον "θεοὶ" μὲ τὸν ἐνικὸν "θεότης" (ἐχρησιμοποιήθη ὁ λατινικὸς ὅρος "Divinitas"). Τὸ κείμενον αὐτὸ ἐγράφη εἰς τὴν ἁψίδα ποὺ κατεσκευάσθη τὸ 315 μ.Χ. καὶ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερον, δίπλα εἰς τὸ Κολοσσαῖον.
       Ὅμως, παρὰ τὰς λεπτὰς ἰσοῤῥοπίας ποὺ ὄφειλε νὰ κρατῇ ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀπέναντι τῶν εἰδωλολατρῶν, αὐτὸς δὲν ἐδίστασε νὰ φανῇ ἀκόμη πιὸ ἀποκαλυπτικός. Εἰς κεντρικὸν σημεῖον τῆς πόλεως ἔστησεν ἀνδριάντα ποὺ ἐκρατοῦσεν ἕνα δόρυ εἰς σχῆμα σταυροῦ, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν "Τούτῳ τῷ σωτηριώδει σημείῳ, τῷ ἀληθεῖ ἐλέγχῳ τῆς ἀνδρείας, τὴν πόλιν ὑμῶν ζυγοῦ τυραννικοῦ διασωθεῖσαν ἠλευθέρωσα" [Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.953 - Ι.40, Κάλλιστος, P.G. 145.1276 - VII.30]. Ἐπίσης, μὲ βασιλικὸν θέσπισμα ἀπέδωσε τὰς περιουσίας εἰς ὅσους τὰς ἐστερήθησαν ἀπὸ τὸν Μαξέντιον, ἀνεκάλεσε τοὺς ἐξορίστους, ἠλευθέρωσε τοὺς φυλακισμένους χριστιανούς, ἀπένειμε τιμὰς εἰς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρας ποὺ εἶχαν διωχθῆ, ἐνῷ δὲν ἐδίσταζε νὰ βοηθᾷ τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ καλῇ εἰς τὸ τραπέζι του "ταπεινοὺς ἀνθρώπους", διότι ἐπίστευεν ὅτι εἰς τὸ πρόσωπόν τους δὲν ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν Θεόν ["Εὐτελεῖς τῇ τοῦ σχήματος περιβολῇ", Εὐσέβιος, Α΄ Λόγος, P.G. 20.956 - Ι.41 - Ι.43].

       Ὅσον καὶ ἂν θέλουν οἱ ἐπικριταὶ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ ὑποβαθμίσουν τὸ γεγονὸς τῆς θεοσημίας, εἶνε βέβαιον ὅτι αὐτὸ ἀπετέλεσε σταθμὸν εἰς τὴν ζωήν του. Δὲν ἐξηγεῖται ἀλλοιῶς ἡ ἀπροκάλυπτος καὶ διαρκὴς ἐκδήλωσίς του ὑπὲρ τοῦ χριστιανισμοῦ, μία ἐκδήλωσις ποὺ τοὐλάχιστον εἰς αὐτὸ τὸ στάδιον τῆς ζωῆς του δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποκρύπτῃ καμμίαν ἀπολύτως πολιτικὴν σκοπιμότητα. Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία πὼς ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, εἰς αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περίοδον τοῦ δημοσίου βίου του, ηὗρεν αὐτὸ ποὺ ἐζητοῦσεν. Ἐγνώριζε πλέον εἰς ποῖον Θεὸν ἠμποροῦσε νὰ προσευχηθῇ [Αἰκατερίνα Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, σ. 136, Ἀθήνα 1992]. Ἀκόμη καὶ ὁ Arnold Jones, ποὺ ἐξηγεῖ τὸ ὅραμα μὲ μετεωρολογικοὺς κανόνας, γράφει ὅτι "Τὸ τυχαῖον αὐτὸ περιστατικὸν ὁδήγησε τελικῶς τὸν Κωνσταντῖνον εἰς τὴν εἰλικρινὴ ἀποδοχὴν τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ἐκχριστιανισμὸν τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν δημιουργίαν τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Εὐρώπης.     

Μέγας Κωνσταντῖνος ὁ Ἰσαπόστολος
Δημητρίου Ἀποστολίδου
Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου
Ἔκδοσις Β΄ ἀναθεωρημένη, Καβάλα Ἰανουάριος 2012
σελίδες 56-65


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου